Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

Σε ένα ξύλινο παγκάκι













Σε ένα ξύλινο παγκάκι, 
κόσμος περνά, προσπερνά, 
σε ένα ξύλινο παγκάκι, 
εφημερίδες σκεπασμένο από κάποιον ζητιάνο που να ξαποστάσει ζητούσε, 
σε ένα ξύλινο παγκάκι, 
που σκαλισμένα τα κάππα και δέλτα από καιρό έχουν φθαρεί, 
σε ένα ξύλινο παγκάκι, 
σε κάποιο παρκάκι, 
μια νυχτιά όλη μου την τρυφερότητα απόθεσα.

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2010

The leap of faith














In trance, 
In turbulence, 
disorientated,
dysfunctional, 
daring, 
dancing with uncertainty, 
dancing with faith, 
so many signs, 
so many sighs, 
taking the leap of faith, 
taking chances,
taking everything into consideration, 
I STAY!

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Η γυναίκα των βράχων





















Σαν τη στάχτη γκρίζα στέκουν απειλητικά για κάθε ξύλινο σκαρί που θα διαβεί τα στενά τους. Σαν κόχες κοφτερές οι κορφές τους ορθώνονται, σκαμμένες από τη βροχή και φαγωμένες από τα στοιχειά της φύσης… Σαν σιδερόφρακτοι ιππότες τη στεριά τους φρουρούν και κανείς γνωστικός τις κορφές τους δεν τόλμησε να πατήσει.

Εκεί τη βλέπουν να περπατά τις νύχτες…μία φιγούρα σαν τον άνεμο, μία παρουσία που μπλέκεται με τον αέρα που τα πανιά των ιστιοφόρων γεμίζει, μία γυναίκα που άσκοπα το σώμα της σέρνει στις απάτητες κορυφές του γκρίζου όγκου που μέχρι τον ουρανό ορθώνεται και κρύβει πολλές φορές τον ήλιο.

Η φιγούρα στέκεται στην άκρη του γκρεμού και μιλάει στη θάλασσα…φωνάζει, ρωτάει, απαιτεί για απόκριση αλλά απάντηση δεν παίρνει. Άλλες φορές τη μαστιγώνει η βροχή, άλλες φορές ο άνεμος, που θαρρείς θα τη σηκώσει ψηλά με δύναμη για να τη γκρεμίσει και να την κάνει χίλια κομμάτια στις κοφτερές άκρες των βράχων.

Αλλά αυτή δεν φοβάται…με πείσμα που αψηφά τον θάνατο, σκαρφαλώνει, παραπατά και αντιστέκεται στη φύση και στην άκρη στέκεται για να φωνάξει με όλη τη δύναμη της ψυχής της στον γαλάζιο γίγαντα που απλώνεται μπροστά της. Της μιλά και αυτή αποκρίνεται, την βρίζει και αυτή απαντά, την κατηγορεί και αυτή γελά ειρωνικά, σηκώνοντας το επιβλητικό μέγεθός της με κύματα που τη γυναίκα να καταπιούν με μιας θα μπορούσαν!

Αλλά εκείνη εκεί…γαντζωμένη στις κρύες άκρες, με απόγνωση να ρωτά, «Γιατί;!» και ο υδάτινος όγκος να αποκρίνεται, «Γιατί είσαι πολύ μικρή και ασήμαντη να ρωτάς! Γιατί είσαι πολύ μικρή και ανόητη να θες να μάθεις! Γιατί τίποτα δεν σου χρωστώ και σταμάτα να έρχεσαι εδώ για να ρωτάς!» Μία λέξη στα ματωμένα από τον αέρα χείλη της, μία παράκληση στα ματωμένα από τα κοφτερά βράχια χέρια της σαν επίκληση σε αυτήν που για χρόνια πολεμά… «ΓΙΑΤΙ;»

Σαν ιαχή πολέμου αυτό το «Γιατί» αντηχεί…σαν τον άνεμο που τρομακτικά σφυρίζει μέσα από τους γκρίζους βράχους, σαν να ακούς τη φωνή των σειρήνων που άλλη δουλειά δεν έχουν παρά να προσκαλούν τα αθώα θύματά τους. Αλλά αυτό το «γιατί» απάντηση δεν παίρνει…και η φιγούρα της γυναίκας εκεί…τα μαύρα μαλλιά να μαστιγώνουν το πρόσωπό της βρεγμένα πια απ’ τη βροχή, το σώμα της γερμένο, σαν δεντράκι που από τον άνεμο λύγισε, στα γόνατα σκυμμένη, οι παλάμες στο κενό κρέμονται, τα μάτια της δυο κάρβουνα φωτιές καίνε, και από το στήθος της κραυγή πολέμου ορθώνεται… «ΓΙΑΤΙ;;;!!!»

Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

Αγρίμι


















Σαν αγρίμι η ψυχή μου κρύβεται στις σκιές...

Ξεμυτίζει νωρίς και αφουγκράζεται την ησυχία...

Περπατά προσεκτικά γιατί ακόμα και αυτά τα χαμόκλαδα που πατά και σπάνε τη σκιάζουν...


Έχε πεποίθηση καρδιά μου στην αγάπη, έχε πίστη!


Αγρίμι...


Σαν τα αγρίμια που το χέρι με τροφή τους προτείνεις,
και εκείνα το αρπάζουν και πηγαίνουν στην φωλιά τους να το φαν...


Σαν αυτά η ανυπότακτη ψυχή μου φέρνεται...


Ο φόβος φυλάει τα έρημα...


Και τα Ελεύθερα λέω εγώ...















Κυριακή 30 Μαΐου 2010

Γιατί τελικά το τρέξιμο δεν είναι μοναχικό άθλημα










Οι δρομείς των μεγάλων αποστάσεων θεωρούνται μοναχικά όντα. Οι Μαραθωνοδρόμοι καλούνται να διανύσουν 42 χιλιόμετρα έχοντας για μοναδική συντροφιά τους, την ανάσα, τον ήχο των βημάτων τους, τη σκέψη τους ή τη μουσική, που τους βοηθά να συγκεντρώνονται ή να αποσπούν το μυαλό τους από τον κάματο.

Αυτή ήταν και δική μου πεποίθηση.

Μέσα από το τρέξιμο, από την συγκέντρωση και την ηρεμία που προσφέρει στο μυαλό μου η κίνηση από τη στιγμή που θα βρω τον ρυθμό μου και ύστερα, είναι για μένα η στιγμή που θα αρχίσω την σιωπηρή συνομιλία με τον εαυτό μου. Είναι η στιγμή που θα ανασύρω τα προβλήματα μου και θα ψάξω να βρω λύσεις. Είναι η στιγμή που θα αφουγκραστώ την εσωτερική φωνή μου.

Στον 1ο μου Ημιμαραθώνιο πίστεψα ότι τα πράγματα δεν θα ήταν διαφορετικά. Πρώτη απόπειρα να ξεπεράσω τα 20 χιλιόμετρα και όσο δισταγμό και φόβο είχα άλλη τόση χαρά και προσμονή για να δω τι και αν θα τα καταφέρω.

Ο 5ος Αχίλλειος Δρόμος που διεξάγεται από τον Δήμο Αχιλλείων στην Κέρκυρα ήταν η δική μου ευκαιρία. Και η χαρά μου μεγάλη, γιατί η Κέρκυρα αποτελεί για μένα τόπο – σταθμό. Αγαπημένος καλοκαιρινός προορισμός, τόσο που πια να γνωρίζω ανθρώπους και να έχω αποκτήσει στέκια. Οι Μπενίτσες όπου θα τερματίζαμε τον αγώνα, ήταν το πρώτο μέρος που έμεινα στην Κέρκυρα, όταν πρωτοπάτησα το νησί στα 15 μου χρόνια.

Το πρωί της Κυριακής της 23ης Μαΐου στάθηκα στην Αφετηρία που είχε στηθεί στο χωριό Κυνοπιάστες με ανάμεικτα συναισθήματα…ενθουσιασμό, αγωνία, φόβο. Ο αφέτης δεν άργησε να δώσει το σύνθημα και ένα πολύχρωμο αλλά και πολύγλωσσο πλήθος – αφού στον αγώνα πήραν μέρος περί τους 60 Ιταλούς δρομείς αλλά και μία Αμερικανίδα που ήρθε από το Detroit για να τρέξει στην Κέρκυρα – όρμησε σχεδόν για να «καταλάβει» την 1η ανηφόρα που δεν άργησε καθόλου να κάνει την εμφάνισή της.

Η διαδρομή, δύσκολη, με ανηφόρες – φουρκέτες αλλά η ομορφιά του κατάφυτου τοπίου, η δροσιά από τα δέντρα και τα καλοσυνάτα χαμόγελα των χωρικών από τα χωριά που περνάγαμε, ήταν αρκετά για να αποσπάσουν το μυαλό από τη δυσκολία. «Κοίτα να δεις», σκέφτηκα, «παρεούλα!».

Η αλήθεια είναι ότι στάθηκα τυχερή. Οι φίλοι δρομείς που ταξίδεψα μαζί τους και που βρήκα στο νησί ήταν συνέχεια κοντά μου. Δεν χρειαζόταν να είναι συνέχεια εκεί με τη φυσική τους παρουσία. Τον περισσότερο καιρό βρίσκονταν δίπλα μου με τη σκέψη. «Τι ώρα είναι;», «Τώρα!», απαντούσα στον φίλο μου το Γιώργο, παραθέτοντας τη γνώση μας από κάποιο βιβλίο. «Θα γυρίσω να σε τραβήξω όταν τερματίσω», αντηχούσε στ’ αυτιά μου η υπόσχεση της Άντζυς ότι θα είναι μαζί μου στα τελευταία μέτρα. «Youll be fine, you can sure run a half marathon» με διαβεβαίωνε η Denise, «Να είσαι δυνατή αδελφούλα» μου είπε ο νεοαποκτηθείς δρομικός αδελφός μου Νίκος. Και άλλος ένας Νίκος, που με ακολούθησε κατά πόδας και στα 21 χιλιόμετρα. Και δεν με άφησε στιγμή από τη έννοια του. Και δύο φορές που ένιωσα αδύναμη αρκούσε απλά να απλώσω το χέρι μου και να κάνω μαζί του χέρι με χέρι λίγα βήματα. Και μετά πάλι μόνη…μα ήμουν μόνη;

Στη διαδρομή έρχονταν κοντά μου, στη σκέψη μου άνθρωποι που με ενέπνευσαν, που μου έδωσαν μαθήματα με τη δύναμη, το θάρρος και τη μεγαλοψυχία τους, όχι μόνο δρομικά αλλά και στη ζωή γενικότερα. Παρεούλα τους είχα. Παρεούλα είχα και τη Debbie που το 1980 τρέχοντας την Κλασσική στην Αθήνα, φύτεψε το σπόρο του τρεξίματος μέσα μου. Κοντά μου και δικοί μου άνθρωποι, που πάλεψαν και αυτοί και βγήκαν νικητές. Πόσους είχα κοντά μου αλήθεια! Και μερικούς που «συνταξιδεύαμε» στα 21 αυτά χιλιόμετρα…ένα αγόρι που πήγαινε για ώρα μπροστά μου και που κάποια στιγμή ένιωσα δυνατή να τον περάσω. Δίστασα όμως, το έβλεπα σαν ύβρη, σαν αλαζονεία. Όμως δεν μπορούσα να μείνω πίσω και τον περνάω, και την ώρα που προσπερνώ, απλώνω το χέρι μου και περιμένω να μου το χτυπήσει, να μου δώσει το ΟΚ. Και μου το χτυπάει! Ήταν σαν να’λεγε, «φύγε»!

Τα τελευταία χιλιόμετρα δίπλα στη θάλασσα, με τον ήλιο να λαμποκοπά πάνω από το κεφάλι μου ήταν πραγματικά μαγικά. Και να! Μπροστά διακρίνω την Άντζυ με τον Γιώργο να έρχονται…και ενσωματώνονται στην παρεούλα των δύο που πήγαν μαζί για 19 περίπου χιλιόμετρα…και γινόμαστε τέσσερις…και πάμε. Λίγο πριν τον τερματισμό ο Γιώργος με σπρώχνει, «φύγε, να τερματίσεις δυνατά»…και τον άκουσα, και έφυγα, και τερμάτισα με το όνομα μου να αντηχεί στ’ αυτιά μου από τα μεγάφωνα σαν όνειρο. Σάστισα…αλλά για λίγο…γιατί εκεί μπροστά ήταν δύο χέρια ανοιχτά για να με αγκαλιάσουν και να με συγχαρούν σε μία ξένη γλώσσα, της γυναίκας που διέσχισε έναν ωκεανό για να τρέξει μαζί μας.

Σαστιμάρα αλλά και ικανοποίηση…πόσα χαμόγελα, πόσες φωνές χαράς και συγχαρητηρίων. «Τα κατάφερα», σκέφτηκα, αλλά όχι μόνο για τα 21, αλλά και για την τόση αγάπη και αποδοχή που εισέπραξα από γνωστούς και αγνώστους, που με πέρασαν που τους προσπέρασα, που ταξιδέψαμε μαζί στους δρόμους των Φαιάκων.

Και έτσι, εκεί, ανάμεσα σε αγαπημένους φίλους και συναθλητές, έβγαλα τούτο το συμπέρασμα.

Τελικά, το τρέξιμο ΔΕΝ είναι μοναχικό άθλημα! 

(Δημοσιεύτηκε στο site του Συλλόγου Δρομέων Υγείας Πειραιά στις 30 Μαϊου 2010) 






Δευτέρα 3 Μαΐου 2010

Όταν ο αγώνας της ζωής κίνησε τα πόδια μου



















Ο κάθε αγώνας είναι διαφορετικός.

Το κάθε μέρος, η κάθε διοργάνωση, έχουν μία διαφορετική συμβολική σημασία.

Έτσι και ο 1ος Πολυεθνικός Ημιμαραθώνιος που διεξήχθη στο Τροκαντερό την Κυριακή στις 2 Μαϊου είχε για μένα μία ξεχωριστή σημασία.

Το μέρος είναι εκεί που για μένα άρχισαν όλα. Ο στίβος του Παλαιού Φαλήρου, στον οποίο πριν από 4 χρόνια ένα βράδυ του Μαρτίου μπήκα δειλά και έτρεξα για ώρα πολύ, έχοντας πολλά φορτωμένα στο μυαλό μου.

Ο αγώνας της Κυριακής προμηνυόταν εξαιρετικός. Η μέρα καθαρή, μαγιάτικη, ο ουρανός καθαρός, η ατμόσφαιρα ζεστή. «Καλοκαίρι», σκέφτηκα. Οι φίλοι όλοι εκεί, με τις πολύχρωμες εμφανίσεις τους, άλλοι με τις μπαντάνες στο κεφάλι τους, άλλοι με τα γούρια τους στα χέρια τους αλλά όλοι με χαμόγελα και ανυπομονησία για έναν αγώνα δίπλα στη θάλασσα!

Και εγώ, μετά από μία αποχή λόγω αναπνευστικού προβλήματος, έτοιμη να τεστάρω την αντοχή μου αλλά και την ψυχή μου. Η συμμετοχή μου γνωστή, Σκυταλοδρομία Ημιμαραθωνίου, μαζί με την δεύτερη κοπέλα της τετράδας των Γρήγορων Χελώνων. Ωραία σκέψη η σκυταλοδρομία, κάνει το μοναχικό χαρακτηριστικό του δρομέα πιο ελαφρύ. Κάποιος σε περιμένει να σε «αλλάξει»!

Η εκκίνηση δόθηκε γύρω στις 9 και με μεγάλη χαρά που θα έτρεχα στο «σπίτι» μου, ξεκίνησα μέσα στο πλήθος, ενώ από παντού άκουγα «καλή επιτυχία», «να προσέχεις, μην πας γρήγορα, ακόμα αναρρώνεις», αλλά και εγώ η ίδια να εύχομαι, να παροτρύνω, να ενθαρρύνω τους άλλους.

Η διαδρομή γνωστή, το μέρος οικείο και ξεκινώντας καλά, με τη γνωστή μου φόρα, πηγαίνω γρήγορα. Και νιώθω καλά, και συνεχίζω να πηγαίνω γρήγορα. Η ανάσα μου δεν με εμποδίζει σημαντικά αλλά μετά το πέμπτο χιλιόμετρο, η ζέστη με καταβάλει σιγά – σιγά, η ανάσα μου δύσκολα βγαίνει και τα πόδια μου βαραίνουν. Αρχίζω σιγά – σιγά να επιβραδύνω και για πρώτη φορά «το ένα πόδι μπροστά από το άλλο» φαίνεται δύσκολο.

Και εκεί είναι που αρχίζει το μυαλό να παίζει παιχνίδια. Να σταματήσω; Να περπατήσω; Πάλη ανάμεσα στην ψυχή που κινεί τα πόδια και στο μυαλό που ζητά υπακοή στην λογική.

Τη στιγμή εκείνη, μία σκέψη διαπέρασε το μυαλό μου. Ήταν το όνειρο που είχα δει το προηγούμενο βράδυ. Μία φίλη, αγαπημένη συμφοιτήτρια, σύντροφος στις ανά τα χρόνια αθλοπαιδιές, που εντελώς ξαφνικά πριν από κάποιους μήνες ούσα έγκυος νόσησε από καρκίνο του μαστού. Και δίνει μάχη. Και γεννάει και ξεκινάει θεραπεία. Και είναι καλά. Και το προηγούμενο βράδυ ήρθε κοντά μου, στον ύπνο μου, με την ίδια δύναμη και την ίδια σπιρτάδα στο βλέμμα. Ήταν καλά!

Εκείνη τη στιγμή περνάω από μία νοητή ευθεία που θα ένωνε το σημείο που βρισκόμουν με το σπίτι της. Και ξέρω ότι είναι εκεί. Με το παιδάκι που ήρθε στη ζωή πρόωρα για να σωθεί η μαμά. Με τον άντρα της που πριν δύο χρόνια σχεδόν, χορεύαμε, αγκαλιαζόμασταν και κάναμε σχέδια τη μέρα του γάμου τους σε κάποιο Αιγαιοπελαγίτικο νησί. Εκείνη τη στιγμή το μυαλό μου δεν υπήρχε πια. Εκείνη τη στιγμή ο αγώνας για τη ζωή της φίλης μου έγινε ο δικός μου αγώνας που κινούσε τα πόδια μου. Η σκέψη της δεν έφυγε από το μυαλό μου, τα μάτια της και η δύναμή της καρφωμένα μπροστά μου, στο δρόμο, στη θάλασσα που συνάντησα στα δεξιά μου, στα πανιά των ιστιοπλοϊκών που ανοίγονταν για ταξίδι. Η σκέψη μου απλά γέμισε από εκείνην. Και δεν πονούσα πια. Και πια δεν ήθελα να περπατήσω ή να σταματήσω. Ήθελα απλά να τερματίσω.

Και τερμάτισα. Για εκείνη. 


(Δημοσιεύτηκε στο site του Συλλόγου Δρομέων Υγείας Πειραιά στις 4 Μαϊου 2010)





Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

Υγιή Συναισθήματα














Θυμός, οργή, λύπη...

Πόσο παρεξηγημένες είναι μερικές λέξεις, πόσο παρεξηγημένα είναι μερικά συναισθήματα. Αν το καλοσκεφτείς, πόσο ελεύθερος είσαι να τα νίωσεις και το σπουδαιότερο, να τα εκφράσεις;

Θυμός. Πόσο σου επιτρέπεται να θυμώσεις; Πόσες φορές δεν έγινες αντικείμενο δυσμενούς κριτικής επειδή "έχασες την ψυχραιμία" σου; 

Οργή. Άραγε πόσες φορές τα βλέμματα στο δρόμο δεν γύρισαν κοιτώντας σε επικριτικά επειδή έγινες "ταύρος εν υαλοπωλείο". Πόσα βλέμματα δεν σε κεραυνοβόλησαν επειδή φώναζες αγανακτησμένος σε κάποιο σοκάκι, πόσα δάχτυλα δεν βρέθηκαν στο ύψος του στόματος, προτρέποντάς σε να σωπάσεις;


Λύπη. Απαγορεύεται να είσαι λυπημένος. Απαγορεύεται να έχεις τις μαύρες σου. Απαγορεύεται να κλαις, να ξεσπάς. 


Να ξεσπάς...να βγάζεις από μέσα σου το πύον, να σπας το απόστημα...


Άραγε γιατί τα συναισθήματα αυτά δεν είναι αποδεκτά; Τι είναι αυτό που ωθεί τους ανθρώπους να θέλουν να σε βλέπουν πάντα χαρούμενο σαν να είσαι εθισμένος στο Prozac;


Νομίζω πως τελικά, τους βολεύει να παραμένεις απαθής και σιωπηλός...αλλιώς τους ξεβολεύεις, τους χαλάς την ησυχία τους, τη γαλήνη τους. Χωρίς τις εκρήξεις σου όλα θα ήταν "εντάξει", τίποτα δεν θα άλλαζε και οι άλλοι θα μπορούσαν να κοιμούνται ήσυχοι, πως τίποτα δεν θα χαλάσει την αιώνια ηρεμία τους, την ασπρόμαυρη ζωή τους...


Καμιά φορά όμως χρειάζεται να βάζεις και λίγο χρώμα...έστω και αν αυτό είναι το κόκκινο του θυμού και της οργής!




Δευτέρα 19 Απριλίου 2010

Ο Γιος του Φεγγαριού



















Σαν πέσει η νύχτα το φως της ντύνομαι,
μαύρα πέπλα μέσα από τις σκιές η ψυχή μου ανοίγεται,
και κυνηγά το Γιο του Φεγγαριού.

Αέναο κυνηγητό ανάμεσα μας,
Σπρώχνω, τραβώ, διεκδικώ, τσακίζομαι,
Κάνω πίσω, κάνω μπρος, τρέχω με λύσσα να κρυφτώ,
να δειχθώ, την παρουσία μου να κάνω αισθητή!

Που είσαι; Που πας; Που κρύφτηκες;, η φωνή μου αντηχεί,
Αλλά της απαντά μόνο ο δικός της αντίλαλος.
Για άλλη μια φορά θυσία γίνομαι,
Με τα μάτια δεμένα με στέλνουν να συναντήσω τη μοίρα μου.

Να τον αγγίξω προσπαθώ με το μυαλό μου,
και ακόμα και αυτό με ματώνει.
Μη! Μακριά του μείνε, στης νύχτας την ατέλειωτη σιωπή θα σε βυθίσει!
Ποιος φωνάζει; Ποιος μιλά; Ποιος σιωπά;
Κλαδιά, σκιές, φωνές, και εγώ τρέχω σαν άλογο από την ταχύτητα τυφλό.
Πέφτω, σκίζομαι, αλλά σηκώνομαι και με τη δύναμή μου μετριέμαι!

Ω, Ουρανέ, τα χέρια σε σένα υψώνω,
και το ασημένιο πρόσωπό του στα χέρια μου απίθωσε,
να τον φιλήσω, να τον αγγίξω, να δω αληθινός αν είναι.

Όμως αντί για αυτόν, ο ουρανός ανοίγει και μια βροχή εξαγνιστική με χτυπά δυνατά!
Με χτυπά, αλλά εγώ εκεί, με λιώνει και εγώ παλεύω όρθια να μείνω!
Αλλά στο τέλος με νικά, στο έδαφος με ρίχνει,
και η γύμνια της ψυχής μου πιο φανερή και απ’ την αληθινή γίνεται!

Σάββατο 10 Απριλίου 2010

Ιn the deep of the night


In the deep end of the night, 
when the owl seeks and watches, 
where the branches of the trees slowly as a wave move, 
from the air that howls through them...

In the deep end of the night, 
Where the creatures of the night set to life,
where the ghosts of the past slowly awaken,
where the moon hangs from the sky like a melon slice...
In this deep end of the night,
my soul lies and takes life,
and it crawls and hides, 
like an eerie creature of the dark.

Oh please Mother Nature, 
give me strength to bare,
my thoughts and needs,
my yearnings and my faults, 
my rights and my wrongs, 
my step when I fall!



 


Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Ο αγώνας που δεν έτρεξα



















Εδώ και ένα χρόνο περίμενα τον αγώνα 20 χιλιομέτρων που διοργανώνει ο Σύλλογος Δρομέων Υγεία Αθηνών. Κάποιος επιπόλαιος τραυματισμός όμως από προηγούμενο αγώνα με κράτησε έξω από κάτι που ήθελα εδώ και πολύ καιρό να κάνω.

«Δεν πειράζει», σκέφτηκα, «θα πάω ούτως ή άλλως, να είμαι κοντά στους υπολοίπους που θα προσπαθούν».

Έτσι, στις 10 το πρωί της Κυριακής βρέθηκα κοντά στους φίλους δρομείς που εδώ και καιρό με στηρίζουν, μου δίνουν χέρι βοηθείας στη δυσκολία μου και με συγχαίρουν στις μικρές νίκες μου. Βρέθηκα κοντά και στους ανθρώπους του Συλλόγου στους κόλπους του οποίου ανήκω εδώ και λίγο καιρό και είναι ωραίο αυτό το συναίσθημα του «ανήκειν» είναι σαν να έχεις μία δεύτερη οικογένεια.

Ο ανοιχτός στίβος του Αγίου Κοσμά φιλοξενούσε για ακόμα μία φορά ένα πολύχρωμο σμαρί από ανθρώπους, που για δικούς του λόγους ο καθείς θέλησαν να αναμετρηθούν για άλλη μία φορά με τον εαυτό τους, με τους υπολοίπους, με τον καιρό, για να τρέξουν μία όμορφη διαδρομή. Άνθρωποι ανυπόμονοι, άνθρωποι χαρούμενοι, άνθρωποι απλοί που τους αρέσει να τρέχουν.

Η εκκίνηση δόθηκε λίγο μετά τις 10:30 και οι δρομείς άρχισαν να ξεμακραίνουν, παίρνοντας ο καθένας το χρόνο του και προσαρμόζοντας το ρυθμό του έτσι ώστε να πιάσει το στόχο του για το σημερινό αγώνα.

Και εμείς, οι «απ’έξω» - και ήμασταν αρκετοί σήμερα – πίσω από τη νοητή γραμμή που μας χώριζε από τους «μάχιμους», να ενθαρρύνουμε, να χειροκροτούμε και να χαιρόμαστε για τους «συντρέχτες» μας! Από εκεί δεν το κουνήσαμε ρούπι – παρότι το κρύο ήταν ομολογουμένως τσουχτερό – αλλά πως ήταν δυνατόν, οι φίλοι μας ήταν εκεί έξω, με τα κοντομάνικα και τα σορτσάκια τους και εμείς με τα μπουφάν και τα γάντια μας θα «λακίζαμε»;

Ο πρώτος δρομέας, έκανε την εμφάνισή του, μόλις μία ώρα και 9 λεπτά μετά την εκκίνηση του αγώνα. Άνετος, χωρίς χαμένη ανάσα, σαν να μην είχαν περάσει από τα πόδια του τα 20 χιλιόμετρα που μόλις είχε τρέξει! Και μετά άλλος, κι άλλος, κι άλλος…και μετά την πρώτη μίαμιση ώρα, κόσμος πολύς, άνδρες – γυναίκες, δρομείς από συλλόγους όπως ο ΣΔΥΠ κα ο ΣΔΥΑ με τις συνήθεις εμφανίσεις τους, οι ΣΑΦΑΝΣ με τα πορτοκαλί τους μπλουζάκια που πάντα δίνουν μία χρωματιστή νότα στους αγώνες, αλλά φυσικά και μη οργανωμένοι δρομείς, οι απλοί δρομείς, αυτοί που τρέχουν χωρίς χρονόμετρα και high tech παπούτσια, μόνο για την γλύκα του τερματισμού. Εκεί και οι τυφλοί δρομείς με τους συνοδούς τους, συγκίνηση και περηφάνια, εκεί και ένας άνδρας 75 ετών, γεννηθείς το 1935, να τερματίζει δύο ώρες και κάτι μετά την εκκίνηση…!

Ναι, σήμερα ήμουν και εγώ εκεί. Ήμουν και εγώ εκεί να χειροκροτήσω, να φωνάξω, να συντρέξω τους «συντρέχτες» μου. Να πάρω κάθε πόνο τους, κάθε αγωνία τους αλλά να νιώσω μαζί με τον καθένα από αυτούς την συγκίνηση του τερματισμού. Σήμερα ήμουν και εγώ εκεί, γι’ αυτούς, αλλά και για όσους  δεν είχαν κάποιον δικό τους εκεί να τους περιμένει, να φωνάξει το όνομά τους όταν εκείνοι φάνηκαν, όσοι δεν είχαν κάποιον να τους χτυπήσει φιλικά στην πλάτη και να τους πει, «συγχαρητήρια»! Ήμουν εγώ όμως εκεί γι’ αυτούς, όπως και εκείνοι ήταν εκεί για μένα σε όσους αγώνες έχω τερματίσει μόνη!

Να είστε όλοι καλά! 

Δημοσιεύτηκε στο site του Συλλόγου Δρομέων Υγείας Αθηνών στις 16/03/10



Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

Serenissima













Καθώς η νύχτα απλωνόταν πάνω από τη «Γαληνοτάτη» και στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου το ρολόι χτυπούσε ρυθμικά μεσάνυχτα, μία μαύρη σκιά φορώντας ντόμινο και μία χρυσή βενετσιάνικη μάσκα, διέσχισε τη σχεδόν έρημη πλατεία με γρήγορο βήμα. Οι ανάσες κοφτές σαν να είχε τρέξει, οι κινήσεις γρήγορες σαν σε βιασύνη, έκαναν το μαύρο ύφασμα να αναδεύεται και να μοιάζει με τα κύματα των καναλιών, που την ώρα εκείνη νωχελικά τραβούσαν το δρόμο τους. Τα μάτια του ανθρώπου πίσω από τη μάσκα έπαιζαν νευρικά και παρόλο το προσωπείο, η κίνηση και το έντονο βλέμμα του κατόχου τους ήταν φανερό…Μάτια γεμάτα σπίθα, σαν αναμμένα καντηλάκια, πρόδιδαν άνθρωπο νευρικό ή φοβισμένο μα και δυνατό και αποφασισμένο…

Μία γόνδολα καρτερικά περίμενε στην όχθη του Canal Grande, μαύρη σαν νυχτερίδα με αστραφτερά κόκκινα βελούδινα καθίσματα και με έναν μονάχα επιβάτη. Η σκιά την είδε και κατευθύνθηκε προς αυτήν. Ο γονδολιέρης άπλωσε το χέρι του και εκείνη επιβιβάστηκε και κάθισε αντίκρυ από τον άντρα που για ώρα περίμενε, με τους γιακάδες του πανωφοριού του σηκωμένους για να αντιμετωπίσει το κρύο και την υγρασία των καναλιών.

Το ταξίδι τους ξεκίνησε και λέξη δεν αντάλλαξαν γρήγορα. Η σκιά ανυπόμονη και νευρική δεν θέλησε να μιλήσει παρά μονάχα για να δηλώσει τον ήδη γνωστό προορισμό:
“Casin dei Nobili”.

Siamo arrivati, ecco, Casin dei Nobili”, ανακοίνωσε ο γονδολιέρης, και ο άντρας με το βαρύ πανωφόρι πάτησε πρώτος στη στεριά για να βοηθήσει τη σκιά να κατέβει και καθώς το μαύρο μετάξι ανασηκώθηκε, άξαφνα η κουκούλα γλίστρησε και το φως του φεγγαριού έλουσε μία τούφα από ξανθά μαλλιά…η σκιά ήταν γυναίκα…

Μια πόρτα βαριά με μάνταλο τη χώριζε από αυτό που είχε έρθει να βρει. Ανασήκωσε το χέρι της να χτυπήσει…δίστασε…δεν ήταν σίγουρη αν αυτό που θα μάθαινε, αν αυτό που χρόνια τώρα καρτερικά περίμενε ήταν γραφτό να συμβεί εκείνη τη νύχτα. Ο ήχος από τις αρθρώσεις των δαχτύλων της στο βαρύ ξύλο έκανε αντίλαλο στην σκοτεινή στοά και η σκιά αναρίγησε από φόβο καθώς η πόρτα δεν άνοιγε. Ένα συρταρωτό παραθυράκι άνοιξε και αφού δυο λόγια ψιθυρίστηκαν η πόρτα έγειρε αργά και έκλεισε πάλι πίσω της σαν να σφράγιζαν οι πόρτες…του παραδείσου ή της κολάσεως.

Η σκιά προχώρησε και άξαφνα κόσμος, φωνές, ντόμινα, άνθρωποι με λαμπρές στολές και περίτεχνες μάσκες, γυναίκες με τουαλέτες και πουδραρισμένες περούκες, μουσικές και τυχερά παιχνίδια…η γυναίκα βρέθηκε σε αμηχανία…δεν ήξερε που να πάει…ξαφνικά έμοιαζε να ξεχνάει γιατί βρισκόταν εκεί…ένα χέρι αποφασιστικό πετάχτηκε και την τράβηξε ξαφνικά σε ένα διάδρομο με ησυχία…ο άνθρωπος που μαζί του ταξίδεψε μέσα στη γόνδολα…την τράβηξε μαλακά και περπάτησαν στον άδειο διάδρομο ώσπου έφτασαν μπροστά σε μία μεγάλη αίθουσα με βαριά έπιπλα, βελούδινα σαν τα καθίσματα της γόνδολας. Ο άνδρας στάθηκε αντίκρυ της. Την κοίταξε και τα μάτια του γέμισαν συμπόνια και τρυφερότητα. Ναι, αυτή ήταν που προστάτευε τόσον καιρό. Αυτή ήταν που ακόμα και σήμερα την έφερε με ασφάλεια να συναντήσει το πεπρωμένο της. Αυτή που τον κοιτούσε πίσω από την μάσκα της, εκλιπαρώντας για μια και μόνο λέξη…

Η σκιά ανασήκωσε τη μάσκα της και φάνηκαν τα δύο μάτια που σαν καντηλάκια ώρα πολύ άναβαν…Το βλέμμα υγρό, η ερώτηση ακόμα εκεί…καθώς εκείνος υποχώρησε, η πόρτα που βρισκόταν κλειστή πίσω του άνοιξε αργά…και πίσω της φάνηκε άλλη μία μαυροφορεμένη φιγούρα, χωρίς κουκούλα και μάσκα…και έμεινε εκεί να την κοιτάζει…

Τα μάτια της που τόση ώρα άναβαν, τώρα έλαμπαν πραγματικά, πιο πολύ και από τα χρυσά της μαλλιά…και η απάντηση στην ερώτηση κραύγαζε… «ήρθε!»



Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Μωριάς















Κάπου εκεί που η αρχαιότερη πόλη στον κόσμο κείτεται, κάπου εκεί που τα βράχια άγρια απ’ τα χτυπήματα της θάλασσας γίνονται, κάπου εκεί που τα σπίτια βαριά από πέτρα υψώνονται, εκεί στο νότο βρίσκεται η πατρίδα μου.


Πέτρα και βράχια και βουνά και θάλασσες.

Εκεί την εστία μου φαντάζομαι. Από πέτρα φτιαγμένη. Ένα πυργόσπιτο που βαρύ ορθώνεται και το παράστημα του υψώνει και στέκει σαν πολεμίστρα έτοιμο. Παράθυρα από ξύλο χωμένα μέσα στις πέτρες, σαν μάτια σε κόχες βαθιές. Η όψη του τραχιά και αυστηρή, μα η ψυχή του ζεστή. Το μάνταλο σηκώνω και η πόρτα ανοίγει. Τα τζάκια και τα παραγώνια του συνέχεια καίνε, και η φωτιά θαλπωρή και ζεστασιά απλώνει στο χώρο, και η μυρωδιά του ξύλου τα ρούχα ποτίζει και από αυτήν δεν μπορείς να ξεφύγεις.  Με έπιπλα παλιά που ιστορίες φέρουν στις ράχες τους σπαρμένο είναι, και στους τοίχους του τα όπλα των προγόνων μου στέκουν να μου θυμίζουν εκείνους που τη γενιά μου όρισαν. Ένα γραφείο παλιό, με ένα μελανοδοχείο και μία πένα περιμένουν καρτερικά κάποιος να τα βάλει να γράψουν ιστορίες από τα παλιά και σαν τα χέρια μου απαλά επάνω τους απιθώσω, άξαφνα το μυαλό μου γεμίζει εικόνες και ιστορίες που τις λένε μόνο οι γέροντες στου χωριού τα καφενεία πια. Οι αισθήσεις παίζουν παιχνίδια και από την κουζίνα με το παραγώνι που καίει μυρωδιές από πίτες και ζυμωτό ψωμί και χοιρινό και κόκκινο κρασί αναδύονται. Εδέσματα που τείνουν να εκλείψουν βρίσκονται εκεί, πάνω στο ξύλινο τραπέζι, υλικά απλά που τις ωραιότερες γεύσεις μας χαρίζουν και η αίσθηση του φρέσκου που την έχουμε ξεχάσει, παρούσα…

Η θάλασσα απλώνεται μπροστά του σαν ένα μεγάλο γαλάζιο σεντόνι. Πίσω του ο Γέρο – Ταΰγετος τον όγκο του επιβάλει και επιβλητικός καθώς είναι δέος μου προκαλεί. Αυτό το βουνό που με σεβασμό – όπως κάθε στοιχείο της φύσης – πρέπει να προσεγγίζεις, σε καλεί, θαρρείς και σου γνέφει, «έλα», ψιθυρίζει, «στις πλαγιές και στα μονοπάτια μου γαλήνη και απαντήσεις θα βρεις»…

Τα μάτια μου στρέφω και πίσω απ’ το πυργόσπιτο μια κίνηση βλέπω. Μαύρο σαν έβενος, μαύρο σαν έρεβος ένα άτι περιμένει. Τα μάτια του κατάμαυρα και αυτά και τα ρουθούνια του σπίθες πετούν! Νευρικό και ανυπόμονο, περιμένει και το κεφάλι του πάνω κάτω κουνά και μου γνέφει… Να φύγει βιάζεται, οι οπλές του στην ησυχία αντηχούν…

Και σαν αλλοτινή αμαζόνα, από τη χαίτη του αρπάζομαι, στη ράχη του ανεβαίνω και όπως η μάνα γη στα πόδια μου απλώνεται, την πατώ, την ταξιδεύω, την παιδεύω και αυτή εκεί…να με δέχεται!

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010

Fuego!


Μεσάνυχτα και τα Ανάκτορα της Αλάμπρα φαντάζουν σαν κόκκινος βράχος στην πόλη της Γρανάδας. Ησυχία απλώνεται γύρω από τα τείχη που τη διακόπτουν κατά καιρούς οι οπλές κάποιου αλόγου που ράθυμα σέρνει το βήμα του με τον αναβάτη του να λαγοκοιμάται στη ράχη του, μεθυσμένο από το κόκκινο κρασί και τις κιθάρες….

Ξάφνου, μία μαύρη σκιά γλιστράει κατά μήκος του κόκκινου τείχους, κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά καχύποπτα κάτω από το άσπρο μαντήλι που καλύπτει τα μαύρα σαν έβενο μαλλιά της. Η μαυροφορεμένη φιγούρα προχώρησε με βήμα σταθερό σε ένα δρόμο που τον ήξερε καλά…ένα – ένα τα βήματά της σβήνουν καθώς ξεμακραίνει…

Μακριά από το σπίτι της, μακριά από την προστασία των δικών της η Μερσέντες διανύει σχεδόν κάθε βράδυ την ίδια διαδρομή, με τον ίδιο σκοπό…κάτω από το μαύρο πανωφόρι της διακρίνονται τα κόκκινα τριαντάφυλλα να πλαισιώνουν τους ώμους της από το κόκκινο σαν φωτιά φουστάνι και τα παπούτσια του χορού…τα παπούτσια του Φλαμένγκο…

Σιγά – σιγά η ησυχία της πόλης αρχίζει να δίνει τη θέση της σε μία μακρινή βοή…σαν πανηγύρι ή σαν μάχη, η αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς να καταλάβεις τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτήν την άκρη της πόλης, αν δεν πλησιάσεις αρκετά…και να! Άξαφνα, σαν από τα μάγια κάποιας γριάς με μαύρο σουβλερό καπέλο και μεγάλη γαμψή μύτη, μπροστά της απλώνεται το κομμάτι της πόλης που ποτέ δεν κοιμάται… εκεί που μαζεύονται όλοι μετά τις ταυρομαχίες για να πιούν, να χαρτοπαίξουν και να αγοράσουν λογιών – λογιών στολίδια, κρασί και πολλές φορές ακόμα και τον έρωτα…

Όμως εκείνη δεν την αγγίζουν όλα αυτά...σαν αερικό μέσα στον κόσμο περπατά, και τη βοή τους δεν την ακούει…στο μυαλό της μόνο ένας ήχος περιμένει ν’ ακουστεί…αυτός της κιθάρας του Κρίστομπαλ… σαν υπνωτισμένη προχωρεί προς το γνωστό μέρος όπου άξαφνα όλοι οι άλλοι ήχοι χάνονται και πάνω από όλους ο ήχος της κλασσικής κιθάρας ακούγεται….καθάριος και δυνατός, σαν το νερό του ποταμού όταν τα χιόνια έχουν μέσα του λιώσει και ορμητικός κυλλά προς τη θάλασσα…

Το μαντήλι έχει πια λυθεί από τα μαλλιά της που ξέπλεκα απλώνονται σαν μαύρο χρυσάφι στους ώμους της…σαν χαμένη περιμένει…μέχρι το χέρι εκείνου να την φέρει πάλι στην πραγματικότητα…και εκείνος είναι εκεί, πάντα είναι εκεί, και την περιμένει καρτερικά μέχρι εκείνη να φανεί μέσα από τον όχλο…

Και εκεί ο χρόνος σταματά…η Μερσέντες κατεβάζει τα μάτια της χαμηλά και παράλληλα δένει τα μαλλιά της σφιχτά πίσω στη βάση του κεφαλιού της σχεδόν κοντά στην αρχή της ραχοκοκαλιάς της. το πανωφόρι της σε μίαν άκρη πετά, αφήνοντας να φανεί το κόκκινο σαν λάβα φόρεμά με τα τριαντάφυλλα και τα μαύρα παπούτσια του χορού…

Αντίκρυ στέκονται η Μερσέντες και ο Εστέμπαν… Ο Έκτορ κρατώντας σχεδόν κάθετα την κιθάρα του ακουμπάει με δύναμη τα χέρια του στις χορδές…και αυτή αρχινάει να αναδύει μελωδίες… άλλοτε κοφτές και άλλοτε σαν τις γρήγορες Ισπανικές ομιλίες, άλλοτε χαμηλά σαν ψίθυροι και άλλοτε δυνατά σαν το ΟΛΕ της αρένας, οι μελωδίες στην ατμόσφαιρα στροβιλίζονται…και μαζί τους παρασύρουν το νεαρό ζευγάρι…

Εκείνος στα μαύρα ντυμένος, σαν μαύρη λεπίδα σκίζει τη νύχτα καθώς τα πόδια του κρατούν το ρυθμό και τα χέρια του ψηλά ορθώνονται σαν κλαριά δέντρου που τα φύλλα του έχει ρίξει και στεγνά, γυμνά έκλυση κάνουν στον ουρανό να ανοίξει…και εκείνη…;

Εκείνη σαν κεραυνός κινείται, με την άκρη του φουστανιού της στο ένα χέρι της και με το άλλο απ’ τον καρπό να γυρίζει και να στρέφεται, σαν το χέρι μιας σειρήνας που επίμονα σε καλεί να την ακολουθήσεις…

Έτσι ρυθμικά, σε απόλυτη αρμονία, χέρια, πόδια, σώματα, με τη μελωδία μπλέκουν και ένα γίνονται… τα μάτια είναι αδύνατον να σταθούν μόνο στον έναν…τη θέση του ενός παίρνει ο άλλος και τα χρώματα από το φουστάνι της χορεύτριας και τη μαύρη φορεσιά του καβαλιέρου λες και σε μία μαγική παλέτα αναμειγνύονται και το χρώμα τους ένα γίνεται…Τα πόδια τους δεν σταματούν, το ρυθμό ακολουθούν και σαν ποδοβολητά αλόγων ακούγονται, να ταξιδεύουν στο βαθύ σκοτάδι στη χώρα των Μαυριτανών κατακτητών…

Η κιθάρα με μία τελευταία ριπή απότομα σταματά, μόνο για να βρει τους δυο αντικριστά για άλλη μία φορά, τα σώματά τους ένταση και ιδρώτα να αναδύουν και οι ανάσες τους κοφτές και γοργές σαν μόλις να ξαπόστασαν από ένα μακρύ και έντονο σφιχταγκάλιασμα… Στα μάτια ο ένας του άλλου ένα μόνο πράγμα βλέπει…Φλαμένγκο!    

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

Set Sail!


















Ο λόρος κόπηκε, η σκάλα τραβήχτηκε στο καράβι που ξεμακραίνει! 

Καλό μου ταξίδι!

Θεμέλια, ντόκοι, ναυτικοί κόμποι, σχοινιά, χέρια, λαβές, κλειδιά, θύμησες, ενθύμια, αναγωγές, παρελθόν...
Η λίστα ατέλειωτη, οι λέξεις άχρηστες, η ζωή μπροστά!

Σαν ταύρος μαινόμενος βουτάω στην αρένα...
Όχι για να ηττηθώ, μα για να νικήσω!
Και αυτό αλαζονεία δεν είναι...!

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

Σαν Κυριακή με ζεστή σοκολάτα















Η πόλη μου είναι γεμάτη αντιθέσεις. Δεινή επικριτής της δεν της χαρίζομαι ποτέ και οι αυστηρές κρίσεις μου γι’ αυτήν πολλές φορές με οδηγούν σε αφορισμούς.

Τις Κυριακές όμως σαν αυτή η πόλη να αλλάζει. Ντύνεται τα γιορτινά της, σαν ένα κοριτσάκι αλλοτινής εποχής που με το λευκό το φόρεμα και τις λευκές κορδέλες στα μαλλιά πηγαίνει στην Κυριακάτικη λειτουργία, κάπου εκεί στα έγκατα της Αθήνας στην Αγία Ειρήνη, αξημέρωτα σχεδόν. Τις Κυριακές η Αθήνα μυρίζει πράσινο σαπούνι από τα σεντόνια που είναι απλωμένα στις λιγοστές αυλές και ταράτσες της Πλάκας. Τις Κυριακές στον ουρανό της η ατμόσφαιρα είναι φιλόξενη, όπως τότε που με πήγαιναν στο Ζάππειο και τον Εθνικό κήπο να παίξω και να ταΐσω τις πάπιες στην λιμνούλα.

Σήμερα ήταν μία τέτοια Κυριακή. Πρωινό στην Πλατεία του Συντάγματος και οι μασκαράδες είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους γελώντας εύθυμα και τρέχοντας με τα κομφετί και το χαρτοπόλεμο στα χέρια. Από εκεί που όλα ξεκινούν και όλα καταλήγουν, μπροστά στην Βουλή των Ελλήνων που την έλουζε το χειμωνιάτικο φως, ξεκίνησε η σημερινή μου περιπλάνηση στην πόλη.

Περνώντας μπροστά από την Παλιά Βουλή και προσπερνώντας τον πρώτο έφιππο ανδριάντα των Αθηνών αυτόν του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, πρώτος μου σταθμός ήταν η Πλατεία Κλαυθμώνος και το 2ο Παζάρι μεταποίησης βιβλίων. Στην είσοδο του παζαριού κάτω από τη λευκή τέντα, στέκονταν παραταγμένα τα καλάθια του Σούπερ Μάρκετ. «Τι τσαρουχιά» σκέφτηκα, «συμπεριφέρονται στο βιβλίο ωσάν αυτό να ήταν κολοκυθάκι στη Λαϊκή της γειτονιάς μου». Πόσο λάθος έκανα! Άνθρωποι όλων των ηλικιών, με σεβασμό και σχεδόν κατανυκτικά, στέκονταν υπομονετικά ο ένας πίσω από τον άλλον για να διαλέξουν, να φυλλομετρήσουν, να επιλέξουν ή να απορρίψουν εκατοντάδες τίτλους βιβλίων, που πράγματι ήταν παραταγμένα σαν τα κολοκυθάκια στον πάγκο της Λαϊκής, αλλά που καθόλου ευτελές δεν φάνταζε το όλο σκηνικό. Και ήταν όλοι τους εκεί, Μπαλζάκ, Χέμινγουεϊ, Καβάφης, Φαλάτσι, Μακρυγιάννης, Αλιέντε, Έλιοτ, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, και εκατοντάδες άλλοι, που τις αληθινές οι φανταστικές ιστορίες τους μας πρόσφεραν. Τίτλοι γνωστοί και άγνωστοι, ανθολογίες, συλλογές και διηγήματα, ταξίδια, Βενετία, Κέρκυρα, Κωνσταντινούπολη, όπως ο Giacomo Casanova περιγράφει…

Κατά την έξοδο από την λευκή τέντα, νόμιζα ότι είχα μπει στο Μαγικό Κόσμο του Δρ. Παρνάσσους, όπου η μαγική εικόνα του μυαλού μου, όλα τα έκανε για μια στιγμή πραγματικότητα.

Η περιπλάνηση μου συνεχίστηκε και ανηφορίζοντας με κρυφή χαρά θαύμασα την Τριλογία της Ακαδημίας, του Πανεπιστημίου και της Βιβλιοθήκης που με περίσσια ζέση μας χάρισαν οι Τσίλλερ και Χάνσεν, βρέθηκα ξαφνικά στο Παρίσι. «Le petit fleur» το όνομα αυτού και θα μπορούσε να έχει ξεπηδήσει από τα σοκάκια της Μονμάρτρης που κάπως έτσι την είχα στο μυαλό μου φανταστεί, από τις διηγήσεις της μαμάς μου, πριν ιδίοις όμμασι αποτελέσω μάρτυρας της μοναδικής ομορφιάς και γραφικότητάς της. Μέσα σε αυτό το κουκλόσπιτο που το σπιτάκι του Χάνσελ και της Γκρέτελ θυμίζει, ο χρόνος έχει σταματήσει. Μυρωδιές από τη ζεστή σοκολάτα valhrona με τα καρυκεύματα (πιπέρια, μπράντι, ξύλα βανίλιας ακόμα και γλυκά κουταλιού επιστρατεύονται για να διαφοροποιήσουν τη γεύση της), τα τραπεζάκια με τα πολύχρωμα τραπεζομάντιλα και τα πορτατίφ από φυσητό γυαλί ταξιδεύουν το νου και τις αισθήσεις κατά βούληση… Το πικάπ άλλοτε με συμφωνικές μουσικές το χώρο γεμίζει και άλλοτε οι φωνές αγαπημένων βιρτουόζων της Jazz χαϊδεύουν τα αυτιά μας με τις νότες και τις γεμάτες γρέζι χροιές τους…

Εκεί σταμάτησε ο χρόνος για μένα σήμερα… παρέα μου η συζήτηση, η μοιρασιά, η κατανόηση, η αγάπη, η συνδιαλλαγή συναισθημάτων, ιδεών, προτάσεων, ταυτίσεων και αντιφάσεων.

Τελικά μπορεί και να την αγαπώ αυτήν την πόλη…    

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

Το δικαίωμα της πολλαπλής επιλογής

Με κατηγόρησε κάποτε κάποιος ότι δεν είμαι "κατασταλαγμένη", στις μουσικές, στις λογοτεχνικές και γενικά στις απόψεις μου.

Στην αρχή μου φάνηκε σαν ύβρυς στο πρόσωπό μου...μετά σκέφτηκα μήπως θα έπρεπε να νιώσω ενοχές...και μετά απλά σκέφτηκα...

Δεν έχω καμία πρόθεση να "κατασταλάξω". Όσοι επιλέγουν ένα είδος μουσικής, έναν τρόπο έκφρασης, έναν τρόπο διασκέδασης, αποδέχονται απλά τον μονοδιάστατο χαρακτήρα της ύπαρξής τους. Αποδέχονται τη δυσκολία στην αλλαγή, αποδέχονται την ήττα τους μπροστά στη πρόκληση του διαφορετικού. 

Αυτό το διαφορετικό όμως είναι που διευρύνει τους ορίζοντές μας, αυτό το διαφορετικό όταν το αγκαλιάσουμε και δεν το χλευάσουμε πριν καν το γνωρίσουμε, θα εμπλουτίσει την ψυχή μας, θα μας δώσει άλλη μία οπτική γωνία να βλέπουμε τα πράγματα, να υιοθετούμε ή να απορρίπτουμε με πιο σωστό κριτήριο...

Με άλλα λόγια, διευρύνοντας τους ορίζοντες, εμπλουτίζοντας τη ματιά μας, επαναπροσδιορίζουμε τους εαυτούς μας - πράγμα απαραίτητο για να ανταπεξέλθουμε στις προκλήσεις της εποχής μας - που πια αλλάζει με ταχύτητα φωτός - αλλά και κάθε ηλικίας.

Και το σπουδαιότερο από όλα, θα κρατήσουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι...δεν υπάρχει μοναχά μία αλήθεια! 

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2010

Anima mia!


Ωδή στην ουτοπία

Το σπαθί μου τραβώ και εφορμώ!
Ποια ψυχή πιο θαρρετή;
Αυτή που φόβο δεν γνωρίζει, 
αυτή που ατρόμητα τολμά να αντιστέκεται,
αυτή που κόντρα στις πιθανότητες τολμά να ονειρεύεται.
Αυτή που πίστη στο απίθανο έχει,
αυτή που δεν σταματά να ελπίζει στο ανέλπιστο,
αυτή που στόχο το άπειρο έχει βάλει, 
να νίωσει μέχρι να σπάσει, 
να αγαπήσει μέχρι να χαθεί,
να ελευθερωθεί και να ελευθερώσει, 
να ζήσει την ποίηση της μιας στιγμής, 
να γευθεί, να απογειωθεί και να κατακρυμνηστεί,
για να έχει πάλι ένα λόγο να ζει!

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010

H Κυρά της Λίμνης


















Βαθειά μέσα στο δάσος, εκεί που τα δέντρα φράχτες υψώνονται και από το πυκνό φύλλωμά τους η μέρα νύχτα γίνεται, μια λίμνη βρίσκεται. Τα νερά της άλλοτε γαλάζια, άλλοτε πράσινα, στα βάθη τους μυστικά κρύβουν. Στις όχθες της πια κανείς δεν κάθεται να ξαποστάσει, τα νερά της αφιλόξενα και εχθρικά για τους ανθρώπους που κάποτε μέσα τους βουτούσαν, δροσιά να βρουν και ξενοιασιά. Μία ξύλινη καλύβα, ξεχασμένη και άδεια να θυμίζει πως κάποτε η λίμνη ζωή αντηχούσε και χαρά μοίραζε σε όποιον την αντίκριζε…

Τι στ’ αλήθεια συνέβη; Ποια σκοτεινή μοίρα στα νερά της περπάτησε και σκόρπισε στο διάβα της μαυρίλα και αντάρα; Τα νερά της τώρα μαύρα σαν έρεβος, ανταριάζουν με κάθε πνοή ανέμου, έτοιμα να παρασύρουν στους ξεχασμένους τους υπόγειους γκρεμούς, ανθρώπους ανυποψίαστους και αφελείς…

Ο θρύλος λέει πως εκεί, στα μεγάλα της βάθη, η Κυρά της Λίμνης κατοικεί…στοιχειωμένη από μια παλιά ιστορία που δέσμια την κρατά να μην βλέπει του ήλιου το φως παρά στο σκοτάδι μόνο να εμφανίζεται...Τη νύχτα μόνο…τα μαύρα μαλλιά της λιτά στους ώμους της, ακουμπούν στα ασημένια της νερά, κι αυτή ανταριάζει κι ανασταίνεται…το βλέμμα της τρελό και ξένο, σαν άγριο άλογο τα πόδια της καλπάζουν στις όχθες και σύννεφο τα φύλλα σηκώνονται…κάποιος κάποτε είπε ότι είναι η Κυρά της Λίμνης…αυτή που με μία ματιά της τα νερά της αλλάζουν, σηκώνονται, φουσκώνουν και κύματα ψηλά γίνονται…ένας αρχαίος θρύλος δέσμια στα βαθειά την κρατάει…το βασίλειό της εκεί έφτιαξε και έδιωξε από κοντά της κάθε ζωντανό και αθώο πλάσμα…

Ποια είναι όμως αυτή η σκιά που στα βάθη κρύβεται; Ποια είναι αυτή η σκιά που μόνο στου φεγγαριού τη λάμψη ισχνή σιλουέτα πλανιέται; Η κυρά της Λίμνης…κάποιος την είδε μία φορά με τα στοιχειά της φύσης να μιλά, να παρακαλάει να τη σώσουν...κάποιος την είδε ένα μαύρο άτι να καβαλά και στο δάσος να απομακρύνεται σαν αερικό που σαν καπνός στριφογυρίζει και χάνεται…άλλοι πάλι λένε ότι την είδαν να χορεύει έναν χορό αρχέγονο και λόγια ακατάληπτα να λέει που κανένας να καταλάβει δεν μπόρεσε.

Τι ζητά; Γιατί τα μαύρα πέπλα της απελπισμένα σέρνει στις όχθες και αυτά βαραίνοντας στα βάθη της λίμνης την τραβούν; Μία αγάπη, μία ζωή, μια υπόσχεση, μία μάχη…Ο θρύλος λέει πως στη λίμνη κατοικούσε πριν φάντασμα γενεί και μία αγάπη τη στοίχειωσε…Εκεί στην όχθη για μιαν άλλη την άφησε, και πάνω σε μαύρο άτι απομακρύνθηκε και στο δάσος χάθηκε… και εκείνη στάθηκε εκεί, να τον κοιτάζει ώσπου τα βήματα του αλόγου ηχώ γενήκαν και από οπλές, σφυριά, που στο μυαλό της χτυπούσαν ώσπου τρελάθηκε…τη μορφή του στα νερά της λίμνης αντίκρισε…προς αυτήν κατευθύνθηκε για να τον πιάσει, να τον φιλήσει, να μην τον αφήσει…προς τη μορφή του κατευθύνθηκε, να τον κρατήσει, έστω για μία φορά τελευταία, τα χείλη του στα δικά της να νιώσει, την ανάσα του με τη δική της να ενώσει…μάταια…όσο εκείνη προχωρούσε, τόσο η μορφή του διάφανη στα νερά και με το φως του φεγγαριού γινόταν… μα εκείνη δεν σταμάτησε, μέσα τους προχώρησε ώσπου της λίμνης τα νερά τείχη υψώθηκαν και σαν σε φυλακή μέσα τους την απόθεσαν…

Από τότε εκείνη στο φως του φεγγαριού μόνο φαίνεται…Τα μαύρα πέπλα της σαν αλυσίδες πίσω της σέρνει, στα μάτια της φωτιά και οργή…Τα βάθη το σπιτικό της, τα πλάσματα της λίμνης μόνο τη γνωρίζουν και δεν φοβούνται…και εκεί που η καρδιά της ζεστή έκαιγε…τα νερά τη φωτιά έσβησαν και στη θέση τους ένα κομμάτι κάρβουνο απομένει…