Σαν τη στάχτη γκρίζα στέκουν απειλητικά για κάθε ξύλινο σκαρί που θα διαβεί τα στενά τους. Σαν κόχες κοφτερές οι κορφές τους ορθώνονται, σκαμμένες από τη βροχή και φαγωμένες από τα στοιχειά της φύσης… Σαν σιδερόφρακτοι ιππότες τη στεριά τους φρουρούν και κανείς γνωστικός τις κορφές τους δεν τόλμησε να πατήσει.
Εκεί τη βλέπουν να περπατά τις νύχτες…μία φιγούρα σαν τον άνεμο, μία παρουσία που μπλέκεται με τον αέρα που τα πανιά των ιστιοφόρων γεμίζει, μία γυναίκα που άσκοπα το σώμα της σέρνει στις απάτητες κορυφές του γκρίζου όγκου που μέχρι τον ουρανό ορθώνεται και κρύβει πολλές φορές τον ήλιο.
Η φιγούρα στέκεται στην άκρη του γκρεμού και μιλάει στη θάλασσα…φωνάζει, ρωτάει, απαιτεί για απόκριση αλλά απάντηση δεν παίρνει. Άλλες φορές τη μαστιγώνει η βροχή, άλλες φορές ο άνεμος, που θαρρείς θα τη σηκώσει ψηλά με δύναμη για να τη γκρεμίσει και να την κάνει χίλια κομμάτια στις κοφτερές άκρες των βράχων.
Αλλά αυτή δεν φοβάται…με πείσμα που αψηφά τον θάνατο, σκαρφαλώνει, παραπατά και αντιστέκεται στη φύση και στην άκρη στέκεται για να φωνάξει με όλη τη δύναμη της ψυχής της στον γαλάζιο γίγαντα που απλώνεται μπροστά της. Της μιλά και αυτή αποκρίνεται, την βρίζει και αυτή απαντά, την κατηγορεί και αυτή γελά ειρωνικά, σηκώνοντας το επιβλητικό μέγεθός της με κύματα που τη γυναίκα να καταπιούν με μιας θα μπορούσαν!
Αλλά εκείνη εκεί…γαντζωμένη στις κρύες άκρες, με απόγνωση να ρωτά, «Γιατί;!» και ο υδάτινος όγκος να αποκρίνεται, «Γιατί είσαι πολύ μικρή και ασήμαντη να ρωτάς! Γιατί είσαι πολύ μικρή και ανόητη να θες να μάθεις! Γιατί τίποτα δεν σου χρωστώ και σταμάτα να έρχεσαι εδώ για να ρωτάς!» Μία λέξη στα ματωμένα από τον αέρα χείλη της, μία παράκληση στα ματωμένα από τα κοφτερά βράχια χέρια της σαν επίκληση σε αυτήν που για χρόνια πολεμά… «ΓΙΑΤΙ;»
Σαν ιαχή πολέμου αυτό το «Γιατί» αντηχεί…σαν τον άνεμο που τρομακτικά σφυρίζει μέσα από τους γκρίζους βράχους, σαν να ακούς τη φωνή των σειρήνων που άλλη δουλειά δεν έχουν παρά να προσκαλούν τα αθώα θύματά τους. Αλλά αυτό το «γιατί» απάντηση δεν παίρνει…και η φιγούρα της γυναίκας εκεί…τα μαύρα μαλλιά να μαστιγώνουν το πρόσωπό της βρεγμένα πια απ’ τη βροχή, το σώμα της γερμένο, σαν δεντράκι που από τον άνεμο λύγισε, στα γόνατα σκυμμένη, οι παλάμες στο κενό κρέμονται, τα μάτια της δυο κάρβουνα φωτιές καίνε, και από το στήθος της κραυγή πολέμου ορθώνεται… «ΓΙΑΤΙ;;;!!!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου