Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010

Fuego!


Μεσάνυχτα και τα Ανάκτορα της Αλάμπρα φαντάζουν σαν κόκκινος βράχος στην πόλη της Γρανάδας. Ησυχία απλώνεται γύρω από τα τείχη που τη διακόπτουν κατά καιρούς οι οπλές κάποιου αλόγου που ράθυμα σέρνει το βήμα του με τον αναβάτη του να λαγοκοιμάται στη ράχη του, μεθυσμένο από το κόκκινο κρασί και τις κιθάρες….

Ξάφνου, μία μαύρη σκιά γλιστράει κατά μήκος του κόκκινου τείχους, κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά καχύποπτα κάτω από το άσπρο μαντήλι που καλύπτει τα μαύρα σαν έβενο μαλλιά της. Η μαυροφορεμένη φιγούρα προχώρησε με βήμα σταθερό σε ένα δρόμο που τον ήξερε καλά…ένα – ένα τα βήματά της σβήνουν καθώς ξεμακραίνει…

Μακριά από το σπίτι της, μακριά από την προστασία των δικών της η Μερσέντες διανύει σχεδόν κάθε βράδυ την ίδια διαδρομή, με τον ίδιο σκοπό…κάτω από το μαύρο πανωφόρι της διακρίνονται τα κόκκινα τριαντάφυλλα να πλαισιώνουν τους ώμους της από το κόκκινο σαν φωτιά φουστάνι και τα παπούτσια του χορού…τα παπούτσια του Φλαμένγκο…

Σιγά – σιγά η ησυχία της πόλης αρχίζει να δίνει τη θέση της σε μία μακρινή βοή…σαν πανηγύρι ή σαν μάχη, η αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς να καταλάβεις τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτήν την άκρη της πόλης, αν δεν πλησιάσεις αρκετά…και να! Άξαφνα, σαν από τα μάγια κάποιας γριάς με μαύρο σουβλερό καπέλο και μεγάλη γαμψή μύτη, μπροστά της απλώνεται το κομμάτι της πόλης που ποτέ δεν κοιμάται… εκεί που μαζεύονται όλοι μετά τις ταυρομαχίες για να πιούν, να χαρτοπαίξουν και να αγοράσουν λογιών – λογιών στολίδια, κρασί και πολλές φορές ακόμα και τον έρωτα…

Όμως εκείνη δεν την αγγίζουν όλα αυτά...σαν αερικό μέσα στον κόσμο περπατά, και τη βοή τους δεν την ακούει…στο μυαλό της μόνο ένας ήχος περιμένει ν’ ακουστεί…αυτός της κιθάρας του Κρίστομπαλ… σαν υπνωτισμένη προχωρεί προς το γνωστό μέρος όπου άξαφνα όλοι οι άλλοι ήχοι χάνονται και πάνω από όλους ο ήχος της κλασσικής κιθάρας ακούγεται….καθάριος και δυνατός, σαν το νερό του ποταμού όταν τα χιόνια έχουν μέσα του λιώσει και ορμητικός κυλλά προς τη θάλασσα…

Το μαντήλι έχει πια λυθεί από τα μαλλιά της που ξέπλεκα απλώνονται σαν μαύρο χρυσάφι στους ώμους της…σαν χαμένη περιμένει…μέχρι το χέρι εκείνου να την φέρει πάλι στην πραγματικότητα…και εκείνος είναι εκεί, πάντα είναι εκεί, και την περιμένει καρτερικά μέχρι εκείνη να φανεί μέσα από τον όχλο…

Και εκεί ο χρόνος σταματά…η Μερσέντες κατεβάζει τα μάτια της χαμηλά και παράλληλα δένει τα μαλλιά της σφιχτά πίσω στη βάση του κεφαλιού της σχεδόν κοντά στην αρχή της ραχοκοκαλιάς της. το πανωφόρι της σε μίαν άκρη πετά, αφήνοντας να φανεί το κόκκινο σαν λάβα φόρεμά με τα τριαντάφυλλα και τα μαύρα παπούτσια του χορού…

Αντίκρυ στέκονται η Μερσέντες και ο Εστέμπαν… Ο Έκτορ κρατώντας σχεδόν κάθετα την κιθάρα του ακουμπάει με δύναμη τα χέρια του στις χορδές…και αυτή αρχινάει να αναδύει μελωδίες… άλλοτε κοφτές και άλλοτε σαν τις γρήγορες Ισπανικές ομιλίες, άλλοτε χαμηλά σαν ψίθυροι και άλλοτε δυνατά σαν το ΟΛΕ της αρένας, οι μελωδίες στην ατμόσφαιρα στροβιλίζονται…και μαζί τους παρασύρουν το νεαρό ζευγάρι…

Εκείνος στα μαύρα ντυμένος, σαν μαύρη λεπίδα σκίζει τη νύχτα καθώς τα πόδια του κρατούν το ρυθμό και τα χέρια του ψηλά ορθώνονται σαν κλαριά δέντρου που τα φύλλα του έχει ρίξει και στεγνά, γυμνά έκλυση κάνουν στον ουρανό να ανοίξει…και εκείνη…;

Εκείνη σαν κεραυνός κινείται, με την άκρη του φουστανιού της στο ένα χέρι της και με το άλλο απ’ τον καρπό να γυρίζει και να στρέφεται, σαν το χέρι μιας σειρήνας που επίμονα σε καλεί να την ακολουθήσεις…

Έτσι ρυθμικά, σε απόλυτη αρμονία, χέρια, πόδια, σώματα, με τη μελωδία μπλέκουν και ένα γίνονται… τα μάτια είναι αδύνατον να σταθούν μόνο στον έναν…τη θέση του ενός παίρνει ο άλλος και τα χρώματα από το φουστάνι της χορεύτριας και τη μαύρη φορεσιά του καβαλιέρου λες και σε μία μαγική παλέτα αναμειγνύονται και το χρώμα τους ένα γίνεται…Τα πόδια τους δεν σταματούν, το ρυθμό ακολουθούν και σαν ποδοβολητά αλόγων ακούγονται, να ταξιδεύουν στο βαθύ σκοτάδι στη χώρα των Μαυριτανών κατακτητών…

Η κιθάρα με μία τελευταία ριπή απότομα σταματά, μόνο για να βρει τους δυο αντικριστά για άλλη μία φορά, τα σώματά τους ένταση και ιδρώτα να αναδύουν και οι ανάσες τους κοφτές και γοργές σαν μόλις να ξαπόστασαν από ένα μακρύ και έντονο σφιχταγκάλιασμα… Στα μάτια ο ένας του άλλου ένα μόνο πράγμα βλέπει…Φλαμένγκο!    

1 σχόλιο:

Alex είπε...

Φλαμέγκο , πάθος , μαγεία !
μας μέθυσες !