Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Μωριάς















Κάπου εκεί που η αρχαιότερη πόλη στον κόσμο κείτεται, κάπου εκεί που τα βράχια άγρια απ’ τα χτυπήματα της θάλασσας γίνονται, κάπου εκεί που τα σπίτια βαριά από πέτρα υψώνονται, εκεί στο νότο βρίσκεται η πατρίδα μου.


Πέτρα και βράχια και βουνά και θάλασσες.

Εκεί την εστία μου φαντάζομαι. Από πέτρα φτιαγμένη. Ένα πυργόσπιτο που βαρύ ορθώνεται και το παράστημα του υψώνει και στέκει σαν πολεμίστρα έτοιμο. Παράθυρα από ξύλο χωμένα μέσα στις πέτρες, σαν μάτια σε κόχες βαθιές. Η όψη του τραχιά και αυστηρή, μα η ψυχή του ζεστή. Το μάνταλο σηκώνω και η πόρτα ανοίγει. Τα τζάκια και τα παραγώνια του συνέχεια καίνε, και η φωτιά θαλπωρή και ζεστασιά απλώνει στο χώρο, και η μυρωδιά του ξύλου τα ρούχα ποτίζει και από αυτήν δεν μπορείς να ξεφύγεις.  Με έπιπλα παλιά που ιστορίες φέρουν στις ράχες τους σπαρμένο είναι, και στους τοίχους του τα όπλα των προγόνων μου στέκουν να μου θυμίζουν εκείνους που τη γενιά μου όρισαν. Ένα γραφείο παλιό, με ένα μελανοδοχείο και μία πένα περιμένουν καρτερικά κάποιος να τα βάλει να γράψουν ιστορίες από τα παλιά και σαν τα χέρια μου απαλά επάνω τους απιθώσω, άξαφνα το μυαλό μου γεμίζει εικόνες και ιστορίες που τις λένε μόνο οι γέροντες στου χωριού τα καφενεία πια. Οι αισθήσεις παίζουν παιχνίδια και από την κουζίνα με το παραγώνι που καίει μυρωδιές από πίτες και ζυμωτό ψωμί και χοιρινό και κόκκινο κρασί αναδύονται. Εδέσματα που τείνουν να εκλείψουν βρίσκονται εκεί, πάνω στο ξύλινο τραπέζι, υλικά απλά που τις ωραιότερες γεύσεις μας χαρίζουν και η αίσθηση του φρέσκου που την έχουμε ξεχάσει, παρούσα…

Η θάλασσα απλώνεται μπροστά του σαν ένα μεγάλο γαλάζιο σεντόνι. Πίσω του ο Γέρο – Ταΰγετος τον όγκο του επιβάλει και επιβλητικός καθώς είναι δέος μου προκαλεί. Αυτό το βουνό που με σεβασμό – όπως κάθε στοιχείο της φύσης – πρέπει να προσεγγίζεις, σε καλεί, θαρρείς και σου γνέφει, «έλα», ψιθυρίζει, «στις πλαγιές και στα μονοπάτια μου γαλήνη και απαντήσεις θα βρεις»…

Τα μάτια μου στρέφω και πίσω απ’ το πυργόσπιτο μια κίνηση βλέπω. Μαύρο σαν έβενος, μαύρο σαν έρεβος ένα άτι περιμένει. Τα μάτια του κατάμαυρα και αυτά και τα ρουθούνια του σπίθες πετούν! Νευρικό και ανυπόμονο, περιμένει και το κεφάλι του πάνω κάτω κουνά και μου γνέφει… Να φύγει βιάζεται, οι οπλές του στην ησυχία αντηχούν…

Και σαν αλλοτινή αμαζόνα, από τη χαίτη του αρπάζομαι, στη ράχη του ανεβαίνω και όπως η μάνα γη στα πόδια μου απλώνεται, την πατώ, την ταξιδεύω, την παιδεύω και αυτή εκεί…να με δέχεται!

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010

Fuego!


Μεσάνυχτα και τα Ανάκτορα της Αλάμπρα φαντάζουν σαν κόκκινος βράχος στην πόλη της Γρανάδας. Ησυχία απλώνεται γύρω από τα τείχη που τη διακόπτουν κατά καιρούς οι οπλές κάποιου αλόγου που ράθυμα σέρνει το βήμα του με τον αναβάτη του να λαγοκοιμάται στη ράχη του, μεθυσμένο από το κόκκινο κρασί και τις κιθάρες….

Ξάφνου, μία μαύρη σκιά γλιστράει κατά μήκος του κόκκινου τείχους, κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά καχύποπτα κάτω από το άσπρο μαντήλι που καλύπτει τα μαύρα σαν έβενο μαλλιά της. Η μαυροφορεμένη φιγούρα προχώρησε με βήμα σταθερό σε ένα δρόμο που τον ήξερε καλά…ένα – ένα τα βήματά της σβήνουν καθώς ξεμακραίνει…

Μακριά από το σπίτι της, μακριά από την προστασία των δικών της η Μερσέντες διανύει σχεδόν κάθε βράδυ την ίδια διαδρομή, με τον ίδιο σκοπό…κάτω από το μαύρο πανωφόρι της διακρίνονται τα κόκκινα τριαντάφυλλα να πλαισιώνουν τους ώμους της από το κόκκινο σαν φωτιά φουστάνι και τα παπούτσια του χορού…τα παπούτσια του Φλαμένγκο…

Σιγά – σιγά η ησυχία της πόλης αρχίζει να δίνει τη θέση της σε μία μακρινή βοή…σαν πανηγύρι ή σαν μάχη, η αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς να καταλάβεις τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτήν την άκρη της πόλης, αν δεν πλησιάσεις αρκετά…και να! Άξαφνα, σαν από τα μάγια κάποιας γριάς με μαύρο σουβλερό καπέλο και μεγάλη γαμψή μύτη, μπροστά της απλώνεται το κομμάτι της πόλης που ποτέ δεν κοιμάται… εκεί που μαζεύονται όλοι μετά τις ταυρομαχίες για να πιούν, να χαρτοπαίξουν και να αγοράσουν λογιών – λογιών στολίδια, κρασί και πολλές φορές ακόμα και τον έρωτα…

Όμως εκείνη δεν την αγγίζουν όλα αυτά...σαν αερικό μέσα στον κόσμο περπατά, και τη βοή τους δεν την ακούει…στο μυαλό της μόνο ένας ήχος περιμένει ν’ ακουστεί…αυτός της κιθάρας του Κρίστομπαλ… σαν υπνωτισμένη προχωρεί προς το γνωστό μέρος όπου άξαφνα όλοι οι άλλοι ήχοι χάνονται και πάνω από όλους ο ήχος της κλασσικής κιθάρας ακούγεται….καθάριος και δυνατός, σαν το νερό του ποταμού όταν τα χιόνια έχουν μέσα του λιώσει και ορμητικός κυλλά προς τη θάλασσα…

Το μαντήλι έχει πια λυθεί από τα μαλλιά της που ξέπλεκα απλώνονται σαν μαύρο χρυσάφι στους ώμους της…σαν χαμένη περιμένει…μέχρι το χέρι εκείνου να την φέρει πάλι στην πραγματικότητα…και εκείνος είναι εκεί, πάντα είναι εκεί, και την περιμένει καρτερικά μέχρι εκείνη να φανεί μέσα από τον όχλο…

Και εκεί ο χρόνος σταματά…η Μερσέντες κατεβάζει τα μάτια της χαμηλά και παράλληλα δένει τα μαλλιά της σφιχτά πίσω στη βάση του κεφαλιού της σχεδόν κοντά στην αρχή της ραχοκοκαλιάς της. το πανωφόρι της σε μίαν άκρη πετά, αφήνοντας να φανεί το κόκκινο σαν λάβα φόρεμά με τα τριαντάφυλλα και τα μαύρα παπούτσια του χορού…

Αντίκρυ στέκονται η Μερσέντες και ο Εστέμπαν… Ο Έκτορ κρατώντας σχεδόν κάθετα την κιθάρα του ακουμπάει με δύναμη τα χέρια του στις χορδές…και αυτή αρχινάει να αναδύει μελωδίες… άλλοτε κοφτές και άλλοτε σαν τις γρήγορες Ισπανικές ομιλίες, άλλοτε χαμηλά σαν ψίθυροι και άλλοτε δυνατά σαν το ΟΛΕ της αρένας, οι μελωδίες στην ατμόσφαιρα στροβιλίζονται…και μαζί τους παρασύρουν το νεαρό ζευγάρι…

Εκείνος στα μαύρα ντυμένος, σαν μαύρη λεπίδα σκίζει τη νύχτα καθώς τα πόδια του κρατούν το ρυθμό και τα χέρια του ψηλά ορθώνονται σαν κλαριά δέντρου που τα φύλλα του έχει ρίξει και στεγνά, γυμνά έκλυση κάνουν στον ουρανό να ανοίξει…και εκείνη…;

Εκείνη σαν κεραυνός κινείται, με την άκρη του φουστανιού της στο ένα χέρι της και με το άλλο απ’ τον καρπό να γυρίζει και να στρέφεται, σαν το χέρι μιας σειρήνας που επίμονα σε καλεί να την ακολουθήσεις…

Έτσι ρυθμικά, σε απόλυτη αρμονία, χέρια, πόδια, σώματα, με τη μελωδία μπλέκουν και ένα γίνονται… τα μάτια είναι αδύνατον να σταθούν μόνο στον έναν…τη θέση του ενός παίρνει ο άλλος και τα χρώματα από το φουστάνι της χορεύτριας και τη μαύρη φορεσιά του καβαλιέρου λες και σε μία μαγική παλέτα αναμειγνύονται και το χρώμα τους ένα γίνεται…Τα πόδια τους δεν σταματούν, το ρυθμό ακολουθούν και σαν ποδοβολητά αλόγων ακούγονται, να ταξιδεύουν στο βαθύ σκοτάδι στη χώρα των Μαυριτανών κατακτητών…

Η κιθάρα με μία τελευταία ριπή απότομα σταματά, μόνο για να βρει τους δυο αντικριστά για άλλη μία φορά, τα σώματά τους ένταση και ιδρώτα να αναδύουν και οι ανάσες τους κοφτές και γοργές σαν μόλις να ξαπόστασαν από ένα μακρύ και έντονο σφιχταγκάλιασμα… Στα μάτια ο ένας του άλλου ένα μόνο πράγμα βλέπει…Φλαμένγκο!    

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

Set Sail!


















Ο λόρος κόπηκε, η σκάλα τραβήχτηκε στο καράβι που ξεμακραίνει! 

Καλό μου ταξίδι!

Θεμέλια, ντόκοι, ναυτικοί κόμποι, σχοινιά, χέρια, λαβές, κλειδιά, θύμησες, ενθύμια, αναγωγές, παρελθόν...
Η λίστα ατέλειωτη, οι λέξεις άχρηστες, η ζωή μπροστά!

Σαν ταύρος μαινόμενος βουτάω στην αρένα...
Όχι για να ηττηθώ, μα για να νικήσω!
Και αυτό αλαζονεία δεν είναι...!

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

Σαν Κυριακή με ζεστή σοκολάτα















Η πόλη μου είναι γεμάτη αντιθέσεις. Δεινή επικριτής της δεν της χαρίζομαι ποτέ και οι αυστηρές κρίσεις μου γι’ αυτήν πολλές φορές με οδηγούν σε αφορισμούς.

Τις Κυριακές όμως σαν αυτή η πόλη να αλλάζει. Ντύνεται τα γιορτινά της, σαν ένα κοριτσάκι αλλοτινής εποχής που με το λευκό το φόρεμα και τις λευκές κορδέλες στα μαλλιά πηγαίνει στην Κυριακάτικη λειτουργία, κάπου εκεί στα έγκατα της Αθήνας στην Αγία Ειρήνη, αξημέρωτα σχεδόν. Τις Κυριακές η Αθήνα μυρίζει πράσινο σαπούνι από τα σεντόνια που είναι απλωμένα στις λιγοστές αυλές και ταράτσες της Πλάκας. Τις Κυριακές στον ουρανό της η ατμόσφαιρα είναι φιλόξενη, όπως τότε που με πήγαιναν στο Ζάππειο και τον Εθνικό κήπο να παίξω και να ταΐσω τις πάπιες στην λιμνούλα.

Σήμερα ήταν μία τέτοια Κυριακή. Πρωινό στην Πλατεία του Συντάγματος και οι μασκαράδες είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους γελώντας εύθυμα και τρέχοντας με τα κομφετί και το χαρτοπόλεμο στα χέρια. Από εκεί που όλα ξεκινούν και όλα καταλήγουν, μπροστά στην Βουλή των Ελλήνων που την έλουζε το χειμωνιάτικο φως, ξεκίνησε η σημερινή μου περιπλάνηση στην πόλη.

Περνώντας μπροστά από την Παλιά Βουλή και προσπερνώντας τον πρώτο έφιππο ανδριάντα των Αθηνών αυτόν του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, πρώτος μου σταθμός ήταν η Πλατεία Κλαυθμώνος και το 2ο Παζάρι μεταποίησης βιβλίων. Στην είσοδο του παζαριού κάτω από τη λευκή τέντα, στέκονταν παραταγμένα τα καλάθια του Σούπερ Μάρκετ. «Τι τσαρουχιά» σκέφτηκα, «συμπεριφέρονται στο βιβλίο ωσάν αυτό να ήταν κολοκυθάκι στη Λαϊκή της γειτονιάς μου». Πόσο λάθος έκανα! Άνθρωποι όλων των ηλικιών, με σεβασμό και σχεδόν κατανυκτικά, στέκονταν υπομονετικά ο ένας πίσω από τον άλλον για να διαλέξουν, να φυλλομετρήσουν, να επιλέξουν ή να απορρίψουν εκατοντάδες τίτλους βιβλίων, που πράγματι ήταν παραταγμένα σαν τα κολοκυθάκια στον πάγκο της Λαϊκής, αλλά που καθόλου ευτελές δεν φάνταζε το όλο σκηνικό. Και ήταν όλοι τους εκεί, Μπαλζάκ, Χέμινγουεϊ, Καβάφης, Φαλάτσι, Μακρυγιάννης, Αλιέντε, Έλιοτ, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, και εκατοντάδες άλλοι, που τις αληθινές οι φανταστικές ιστορίες τους μας πρόσφεραν. Τίτλοι γνωστοί και άγνωστοι, ανθολογίες, συλλογές και διηγήματα, ταξίδια, Βενετία, Κέρκυρα, Κωνσταντινούπολη, όπως ο Giacomo Casanova περιγράφει…

Κατά την έξοδο από την λευκή τέντα, νόμιζα ότι είχα μπει στο Μαγικό Κόσμο του Δρ. Παρνάσσους, όπου η μαγική εικόνα του μυαλού μου, όλα τα έκανε για μια στιγμή πραγματικότητα.

Η περιπλάνηση μου συνεχίστηκε και ανηφορίζοντας με κρυφή χαρά θαύμασα την Τριλογία της Ακαδημίας, του Πανεπιστημίου και της Βιβλιοθήκης που με περίσσια ζέση μας χάρισαν οι Τσίλλερ και Χάνσεν, βρέθηκα ξαφνικά στο Παρίσι. «Le petit fleur» το όνομα αυτού και θα μπορούσε να έχει ξεπηδήσει από τα σοκάκια της Μονμάρτρης που κάπως έτσι την είχα στο μυαλό μου φανταστεί, από τις διηγήσεις της μαμάς μου, πριν ιδίοις όμμασι αποτελέσω μάρτυρας της μοναδικής ομορφιάς και γραφικότητάς της. Μέσα σε αυτό το κουκλόσπιτο που το σπιτάκι του Χάνσελ και της Γκρέτελ θυμίζει, ο χρόνος έχει σταματήσει. Μυρωδιές από τη ζεστή σοκολάτα valhrona με τα καρυκεύματα (πιπέρια, μπράντι, ξύλα βανίλιας ακόμα και γλυκά κουταλιού επιστρατεύονται για να διαφοροποιήσουν τη γεύση της), τα τραπεζάκια με τα πολύχρωμα τραπεζομάντιλα και τα πορτατίφ από φυσητό γυαλί ταξιδεύουν το νου και τις αισθήσεις κατά βούληση… Το πικάπ άλλοτε με συμφωνικές μουσικές το χώρο γεμίζει και άλλοτε οι φωνές αγαπημένων βιρτουόζων της Jazz χαϊδεύουν τα αυτιά μας με τις νότες και τις γεμάτες γρέζι χροιές τους…

Εκεί σταμάτησε ο χρόνος για μένα σήμερα… παρέα μου η συζήτηση, η μοιρασιά, η κατανόηση, η αγάπη, η συνδιαλλαγή συναισθημάτων, ιδεών, προτάσεων, ταυτίσεων και αντιφάσεων.

Τελικά μπορεί και να την αγαπώ αυτήν την πόλη…    

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

Το δικαίωμα της πολλαπλής επιλογής

Με κατηγόρησε κάποτε κάποιος ότι δεν είμαι "κατασταλαγμένη", στις μουσικές, στις λογοτεχνικές και γενικά στις απόψεις μου.

Στην αρχή μου φάνηκε σαν ύβρυς στο πρόσωπό μου...μετά σκέφτηκα μήπως θα έπρεπε να νιώσω ενοχές...και μετά απλά σκέφτηκα...

Δεν έχω καμία πρόθεση να "κατασταλάξω". Όσοι επιλέγουν ένα είδος μουσικής, έναν τρόπο έκφρασης, έναν τρόπο διασκέδασης, αποδέχονται απλά τον μονοδιάστατο χαρακτήρα της ύπαρξής τους. Αποδέχονται τη δυσκολία στην αλλαγή, αποδέχονται την ήττα τους μπροστά στη πρόκληση του διαφορετικού. 

Αυτό το διαφορετικό όμως είναι που διευρύνει τους ορίζοντές μας, αυτό το διαφορετικό όταν το αγκαλιάσουμε και δεν το χλευάσουμε πριν καν το γνωρίσουμε, θα εμπλουτίσει την ψυχή μας, θα μας δώσει άλλη μία οπτική γωνία να βλέπουμε τα πράγματα, να υιοθετούμε ή να απορρίπτουμε με πιο σωστό κριτήριο...

Με άλλα λόγια, διευρύνοντας τους ορίζοντες, εμπλουτίζοντας τη ματιά μας, επαναπροσδιορίζουμε τους εαυτούς μας - πράγμα απαραίτητο για να ανταπεξέλθουμε στις προκλήσεις της εποχής μας - που πια αλλάζει με ταχύτητα φωτός - αλλά και κάθε ηλικίας.

Και το σπουδαιότερο από όλα, θα κρατήσουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι...δεν υπάρχει μοναχά μία αλήθεια! 

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2010

Anima mia!


Ωδή στην ουτοπία

Το σπαθί μου τραβώ και εφορμώ!
Ποια ψυχή πιο θαρρετή;
Αυτή που φόβο δεν γνωρίζει, 
αυτή που ατρόμητα τολμά να αντιστέκεται,
αυτή που κόντρα στις πιθανότητες τολμά να ονειρεύεται.
Αυτή που πίστη στο απίθανο έχει,
αυτή που δεν σταματά να ελπίζει στο ανέλπιστο,
αυτή που στόχο το άπειρο έχει βάλει, 
να νίωσει μέχρι να σπάσει, 
να αγαπήσει μέχρι να χαθεί,
να ελευθερωθεί και να ελευθερώσει, 
να ζήσει την ποίηση της μιας στιγμής, 
να γευθεί, να απογειωθεί και να κατακρυμνηστεί,
για να έχει πάλι ένα λόγο να ζει!