Κάπου εκεί που η αρχαιότερη πόλη στον κόσμο κείτεται, κάπου εκεί που τα βράχια άγρια απ’ τα χτυπήματα της θάλασσας γίνονται, κάπου εκεί που τα σπίτια βαριά από πέτρα υψώνονται, εκεί στο νότο βρίσκεται η πατρίδα μου.
Πέτρα και βράχια και βουνά και θάλασσες.
Εκεί την εστία μου φαντάζομαι. Από πέτρα φτιαγμένη. Ένα πυργόσπιτο που βαρύ ορθώνεται και το παράστημα του υψώνει και στέκει σαν πολεμίστρα έτοιμο. Παράθυρα από ξύλο χωμένα μέσα στις πέτρες, σαν μάτια σε κόχες βαθιές. Η όψη του τραχιά και αυστηρή, μα η ψυχή του ζεστή. Το μάνταλο σηκώνω και η πόρτα ανοίγει. Τα τζάκια και τα παραγώνια του συνέχεια καίνε, και η φωτιά θαλπωρή και ζεστασιά απλώνει στο χώρο, και η μυρωδιά του ξύλου τα ρούχα ποτίζει και από αυτήν δεν μπορείς να ξεφύγεις. Με έπιπλα παλιά που ιστορίες φέρουν στις ράχες τους σπαρμένο είναι, και στους τοίχους του τα όπλα των προγόνων μου στέκουν να μου θυμίζουν εκείνους που τη γενιά μου όρισαν. Ένα γραφείο παλιό, με ένα μελανοδοχείο και μία πένα περιμένουν καρτερικά κάποιος να τα βάλει να γράψουν ιστορίες από τα παλιά και σαν τα χέρια μου απαλά επάνω τους απιθώσω, άξαφνα το μυαλό μου γεμίζει εικόνες και ιστορίες που τις λένε μόνο οι γέροντες στου χωριού τα καφενεία πια. Οι αισθήσεις παίζουν παιχνίδια και από την κουζίνα με το παραγώνι που καίει μυρωδιές από πίτες και ζυμωτό ψωμί και χοιρινό και κόκκινο κρασί αναδύονται. Εδέσματα που τείνουν να εκλείψουν βρίσκονται εκεί, πάνω στο ξύλινο τραπέζι, υλικά απλά που τις ωραιότερες γεύσεις μας χαρίζουν και η αίσθηση του φρέσκου που την έχουμε ξεχάσει, παρούσα…
Η θάλασσα απλώνεται μπροστά του σαν ένα μεγάλο γαλάζιο σεντόνι. Πίσω του ο Γέρο – Ταΰγετος τον όγκο του επιβάλει και επιβλητικός καθώς είναι δέος μου προκαλεί. Αυτό το βουνό που με σεβασμό – όπως κάθε στοιχείο της φύσης – πρέπει να προσεγγίζεις, σε καλεί, θαρρείς και σου γνέφει, «έλα», ψιθυρίζει, «στις πλαγιές και στα μονοπάτια μου γαλήνη και απαντήσεις θα βρεις»…
Τα μάτια μου στρέφω και πίσω απ’ το πυργόσπιτο μια κίνηση βλέπω. Μαύρο σαν έβενος, μαύρο σαν έρεβος ένα άτι περιμένει. Τα μάτια του κατάμαυρα και αυτά και τα ρουθούνια του σπίθες πετούν! Νευρικό και ανυπόμονο, περιμένει και το κεφάλι του πάνω κάτω κουνά και μου γνέφει… Να φύγει βιάζεται, οι οπλές του στην ησυχία αντηχούν…
Και σαν αλλοτινή αμαζόνα, από τη χαίτη του αρπάζομαι, στη ράχη του ανεβαίνω και όπως η μάνα γη στα πόδια μου απλώνεται, την πατώ, την ταξιδεύω, την παιδεύω και αυτή εκεί…να με δέχεται!