Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

Mayerling













Η Ίρμα προχωρούσε με γρήγορα βήματα μέσα στο δάσος. Το βαρύ φόρεμά της από σκούρο καφέ βελούδο στο χρώμα του κάστανου που ταίριασε τόσο πολύ με τα μάτια της, είχε αποκτήσει στο τελείωμά του μία λευκή απόχρωση σαν δαντέλα από το χιόνι που σκέπαζε τους δρόμους του δάσους. Οι ώμοι της ήταν σκεπασμένοι με μία λευκή γούνινη κάπα που αγκάλιαζε στοργικά θα έλεγες το κορμί της και τα χέρια της ήταν καλυμμένα από δερμάτινα γάντια.

Από το στόμα της η ανάσα της έβγαινε ζεστή σαν καπνός από καμινάδα. Γρήγορη και κοφτή από την προσπάθειά της να απομακρυνθεί όσο το δυνατό πιο γρήγορα από τη σκηνή μάρτυρας της οποίας έγινε άθελά της και από την ώρα εκείνη περνούσε μπροστά από τα μάτια της ξανά και ξανά σαν κακός εφιάλτης.

Πως να ξεχάσει αυτό που είδε; Πως να έμενε στο χώρο που εκείνος αγκάλιασε μιαν άλλη γυναίκα τόσο στοργικά και τρυφερά σε μία απόμερη γωνιά όταν κανένας δεν κοιτούσε; Πως να πιστέψει ότι εκείνος που εκείνο το βράδυ θα ανακοίνωνε την απόφαση του να ενώσει τη ζωή του μαζί της, είχε τα χέρια του γύρω από μια άλλη γυναίκα;

Το δάσος ήταν αφιλόξενο και κρύο. Ο χειμώνας που βρισκόταν στο απόγειό του είχε φροντίσει να σκεπάσει τα δέντρα με χιόνι, ώστε τα κλαδιά τους να βαραίνουν σας από τα χρόνια λες και όχι από το βάρος. Η Ίρμα χανόταν όλο και περισσότερο στην καρδιά του, μία καφετιά κουκίδα σε έναν λευκό καμβά, πλαισιωμένη από γαλάζιες και ασημιές πινελιές, εκεί που το φεγγάρι έριχνε το φως του πάνω στα δέντρα. Σιγά – σιγά το βήμα της βάρυνε, όσο και η καρδιά της. Τα πόδια της βαριά απ’ την προσπάθεια άρχισαν να βυθίζονται στο λευκό σεντόνι του χιονιού και να αρνούνται να ξαναβγούν. Κατάκοπη πια αλλά και φοβισμένη σταμάτησε να τρέχει Γύρισε το βλέμμα της γύρω αλλά δεν μπορούσε να δει καλά αφού τα μάτια της δεν είχαν ακόμα συνηθίσει στο σκοτάδι. Σε λίγο διέκρινε μπροστά της ένα περίπτερο, ένα ξύλινο περίπτερο, με κολώνες και ξύλινη σκεπή που το χρησιμοποιούσαν κυρίως σε γιορτές και διασκεδάσεις. Ανέβηκε τα λίγα σκαλιά του και κάθισε σε έναν από τους κυκλικούς πάγκους. Κρύωνε και φοβόταν αλλά αυτά ήταν λίγα μπροστά στην προδοσία που ένιωθε στην καρδιά της. Τύλιξε την κάπα της πιο σφιχτά πάνω της και έμεινε εκεί. Σε λίγο τα μάτια της άνοιξαν σαν τις πηγές που αναβλύζουν όταν τα χιόνια από τα βουνά έρχονται αντιμέτωπα με το φως της άνοιξης. Δάκρυα. Δάκρυα για εκείνην που πίστεψε, δάκρυα για εκείνον που πρόδωσε. Δάκρυα που σαν πεφταστέρια δεν προλάβαινες να τα δεις.

Ούτε η ίδια ήξερε πόση ώρα βρισκόταν εκεί. Εκείνο που κατάλαβε ήταν ότι δεν ήταν μόνη. Κλαδιά που σπάγαν και θρόισμα από φύλλα την έκαναν να αναριγήσει περισσότερο και όχι από το κρύο. Ξάφνου, μέσα απ’το σκοτάδι, ένα ελάφι πρόβαλε μπροστά της. Ένα ελαφάκι, να περπατάει λικνιστικά σαν να ακροπατά για να μην ξυπνήσει κάποιον που κοιμόταν ελαφρά. Την πλησίασε. Τα μάτια του ήταν μεγάλα και σκούρα καστανά όπως τα δικά της. Νόμιζε ότι είδε την αντανάκλασή των δικών της ματιών μέσα στα δικά του. Την πλησίασε κι άλλο. Ναι την κοίταζε στα μάτια!
«Γιατί πονάς;», ήταν σαν να της έλεγε. Ο χρόνος είχε σταματήσει. Το μικρό ελάφι βάλθηκε να σκουπίζει τα δάκρυά της με τη γλώσσα του. Όταν πια δεν υπήρχε ίχνος από τους αλμυρούς χειμάρρους στα μάτια της, ακούμπησε το λαιμό του στον ώμο της.
Εκείνη το αγκάλιασε, ζεστάθηκε από το κορμί του και απόμεινε εκεί άλλοτε να το κοιτάει και άλλοτε να αφουγκράζεται την ησυχία της νύχτας.

Εκεί τους βρήκαν το επόμενο πρωί. Όταν πλησίασαν για να την ανασηκώσουν, είδαν ότι η Ίρμα ήταν ακόμα ζωντανή. Παγωμένη σχεδόν αλλά ζωντανή. Το μικρό ελάφι την είχε κρατήσει ζεστή με το σώμα και την ανάσα του. Την είχε παρηγορήσει και την είχε σώσει.

Όταν την έφεραν πίσω στο σπίτι, το μικρό ζώο δεν έφυγε απ’το πλάι της. Όπως είχε ζεστάνει το κορμί της, έτσι θα προσπαθούσε να ζεστάνει ξανά και την καρδιά της.  

4 σχόλια:

Rini είπε...

Ομορφη ιστορια...θλιβερη αλλα και αισιοδοξη παραλληλα. Μεσα στην καρδια του σκληροτερου χειμωνα υπαρχει πανατα κατι που μπορει να σε ζεστανει..και να σε βοηθησει να φτασεις σωος στην ανοιξη. Η εμπνευση σου ποια ηταν? (Αν δεν γινομαι πολυ αδιακριτη)

Ioanna Retsou είπε...

Η έμπνευσή μου ήταν το Άλσος της Νέας Σμύρνης ανανεμειγμένη με την κίνηση των ποδιών μου και τις μελωδίες του Eric Satie στα αυτιά μου...έχω μια μεγάλη αγάπη για την Αυστρία, και δεν ξέρω πως μου ήρθε στο μυαλό το Mayerling, εκεί όπου σε ένα αντίστοιχο περίπτερο αυτοκτόνησε ο Ροδόλφος - γιος της Αυτοκράτειρας Ελισσάβετ - με την ερωμένη του Μαρία Βετσέρα...κάπως έτσι ήρθαν όλα και κατακάθησαν στο μυαλό μου, για να αναδυθεί η Ίρμα!

Alex είπε...

Πιο ρομαντική δε γίνεσαι κοριτσάκι !!!
Όμορφη ιστορία , δε σε ρίχνει η θλίψη της πάραυτα !

Ioanna Retsou είπε...

Γίνομαι, γίνομαι. Ξέρεις Άλεξ, είχε πολλά διαφορετικά τελειώματα η ιστορία, αλλά νομίζω ότι μέσα στο ρομαντικό στοιχείο, ήθελα να δώσω ένα τόνο ρεαλισμού...