Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

Υγιή Συναισθήματα














Θυμός, οργή, λύπη...

Πόσο παρεξηγημένες είναι μερικές λέξεις, πόσο παρεξηγημένα είναι μερικά συναισθήματα. Αν το καλοσκεφτείς, πόσο ελεύθερος είσαι να τα νίωσεις και το σπουδαιότερο, να τα εκφράσεις;

Θυμός. Πόσο σου επιτρέπεται να θυμώσεις; Πόσες φορές δεν έγινες αντικείμενο δυσμενούς κριτικής επειδή "έχασες την ψυχραιμία" σου; 

Οργή. Άραγε πόσες φορές τα βλέμματα στο δρόμο δεν γύρισαν κοιτώντας σε επικριτικά επειδή έγινες "ταύρος εν υαλοπωλείο". Πόσα βλέμματα δεν σε κεραυνοβόλησαν επειδή φώναζες αγανακτησμένος σε κάποιο σοκάκι, πόσα δάχτυλα δεν βρέθηκαν στο ύψος του στόματος, προτρέποντάς σε να σωπάσεις;


Λύπη. Απαγορεύεται να είσαι λυπημένος. Απαγορεύεται να έχεις τις μαύρες σου. Απαγορεύεται να κλαις, να ξεσπάς. 


Να ξεσπάς...να βγάζεις από μέσα σου το πύον, να σπας το απόστημα...


Άραγε γιατί τα συναισθήματα αυτά δεν είναι αποδεκτά; Τι είναι αυτό που ωθεί τους ανθρώπους να θέλουν να σε βλέπουν πάντα χαρούμενο σαν να είσαι εθισμένος στο Prozac;


Νομίζω πως τελικά, τους βολεύει να παραμένεις απαθής και σιωπηλός...αλλιώς τους ξεβολεύεις, τους χαλάς την ησυχία τους, τη γαλήνη τους. Χωρίς τις εκρήξεις σου όλα θα ήταν "εντάξει", τίποτα δεν θα άλλαζε και οι άλλοι θα μπορούσαν να κοιμούνται ήσυχοι, πως τίποτα δεν θα χαλάσει την αιώνια ηρεμία τους, την ασπρόμαυρη ζωή τους...


Καμιά φορά όμως χρειάζεται να βάζεις και λίγο χρώμα...έστω και αν αυτό είναι το κόκκινο του θυμού και της οργής!




Δευτέρα 19 Απριλίου 2010

Ο Γιος του Φεγγαριού



















Σαν πέσει η νύχτα το φως της ντύνομαι,
μαύρα πέπλα μέσα από τις σκιές η ψυχή μου ανοίγεται,
και κυνηγά το Γιο του Φεγγαριού.

Αέναο κυνηγητό ανάμεσα μας,
Σπρώχνω, τραβώ, διεκδικώ, τσακίζομαι,
Κάνω πίσω, κάνω μπρος, τρέχω με λύσσα να κρυφτώ,
να δειχθώ, την παρουσία μου να κάνω αισθητή!

Που είσαι; Που πας; Που κρύφτηκες;, η φωνή μου αντηχεί,
Αλλά της απαντά μόνο ο δικός της αντίλαλος.
Για άλλη μια φορά θυσία γίνομαι,
Με τα μάτια δεμένα με στέλνουν να συναντήσω τη μοίρα μου.

Να τον αγγίξω προσπαθώ με το μυαλό μου,
και ακόμα και αυτό με ματώνει.
Μη! Μακριά του μείνε, στης νύχτας την ατέλειωτη σιωπή θα σε βυθίσει!
Ποιος φωνάζει; Ποιος μιλά; Ποιος σιωπά;
Κλαδιά, σκιές, φωνές, και εγώ τρέχω σαν άλογο από την ταχύτητα τυφλό.
Πέφτω, σκίζομαι, αλλά σηκώνομαι και με τη δύναμή μου μετριέμαι!

Ω, Ουρανέ, τα χέρια σε σένα υψώνω,
και το ασημένιο πρόσωπό του στα χέρια μου απίθωσε,
να τον φιλήσω, να τον αγγίξω, να δω αληθινός αν είναι.

Όμως αντί για αυτόν, ο ουρανός ανοίγει και μια βροχή εξαγνιστική με χτυπά δυνατά!
Με χτυπά, αλλά εγώ εκεί, με λιώνει και εγώ παλεύω όρθια να μείνω!
Αλλά στο τέλος με νικά, στο έδαφος με ρίχνει,
και η γύμνια της ψυχής μου πιο φανερή και απ’ την αληθινή γίνεται!

Σάββατο 10 Απριλίου 2010

Ιn the deep of the night


In the deep end of the night, 
when the owl seeks and watches, 
where the branches of the trees slowly as a wave move, 
from the air that howls through them...

In the deep end of the night, 
Where the creatures of the night set to life,
where the ghosts of the past slowly awaken,
where the moon hangs from the sky like a melon slice...
In this deep end of the night,
my soul lies and takes life,
and it crawls and hides, 
like an eerie creature of the dark.

Oh please Mother Nature, 
give me strength to bare,
my thoughts and needs,
my yearnings and my faults, 
my rights and my wrongs, 
my step when I fall!