Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2021

Ηôtel Raphael



Τα πόδια της την πονούσαν τόσο πολύ, που ήταν έτοιμη να πετάξει τα παπούτσια της και να περπατήσει ξυπόλυτη. «Μα πως μου ήρθε να βάλω ψιλές γόβες για να βγω βόλτα στα μαγαζιά;», σκέφτηκε. Αλλά αμέσως απάντησε νοερά στον εαυτό της, με μια δόση παιχνιδιάρικης ενοχής «γιατί ήθελα να βάλω το πλεκτό φουστάνι και το καμηλό παλτό, που είναι τόσο όμορφα και ζεστά μαζί, καλά να πάθω…».

Κατηφορίζοντας την Avenue Klèber, με τις τσάντες που περιείχαν τους καινούριους της θησαυρούς, κοίταξε τα σύννεφα που κρέμονταν απειλητικά στον ουρανό του Παρισιού -σαν ένα τεράστιο μπαλόνι γεμάτο νερό που μόλις ακουμπούσε στο αλεξικέραυνο του Πύργου του Άιφελ θα έσκαγε με κρότο. Τα πόδια της αρνούνταν να συνεχίσουν και σταμάτησαν μπροστά στο νούμερο 17. Μα ναι, πως δεν το σκέφτηκε νωρίτερα; Θα έμπαινε να ξαποστάσει στο Ηôtel Raphael. Οι κόκκινες τέντες του ισογείου του γωνιακού ξενοδοχείου φάνταξαν τόσο οικείες και τόσο φιλόξενες που χωρίς να σταματήσει το βήμα της, πέρασε την είσοδο, καλησπέρισε τον χαμογελαστό ρεσεψιονίστ και κατευθύνθηκε προς το English Bar.

Μα ναι, τώρα όλα φαίνονταν καλύτερα. Το ζεστό ξύλινο μπαρ, οι βελούδινες κόκκινες πολυθρόνες και τα ψηλά δερμάτινα σκαμπό ήταν ακριβώς το περιβάλλον που ήθελε να βρεθεί εκείνη τη στιγμή. Το τέλειο κλείσιμο, μιας τέλειας μέρας. Ήταν όλα όπως τα θυμόταν, φιλόξενα, γεμάτα με μία σχεδόν σπιτική θαλπωρή, αυτήν που αισθάνεται κάποιος όταν ανάβει όλα τα φώτα στο σαλόνι, που μυρίζει διακριτικά από τα λουλούδια στα βάζα, πριν αρχίσει να υποδέχεται τους καλεσμένους του. Διάλεξε ένα τραπέζι σε μία γωνία με ένα παράθυρο -έτσι, για να βλέπει το φως που έσβηνε σιγά – σιγά στον ουρανό- άφησε τις τσάντες με τα ψώνια δίπλα της στο πάτωμα και για μια στιγμή μπήκε στον πειρασμό να βγάλει τα παπούτσια της. Αλλά τα πόδια της φαίνονταν από το σχεδόν δωρικό τραπεζάκι και έτσι τα άφησε μέσα στις γόβες της, να ξαποστάσουν, έστω κι έτσι. Έβγαλε το μαντίλι από το λαιμό της, «καλή ιδέα», σκέφτηκε, «αν βρέξει γυρνώντας στο σπίτι, θα το φορέσω στο κεφάλι μου, θα φαίνομαι έτσι λες και βγήκα από τη δεκαετία του ‘60» και πριν προλάβει να κοιτάξει, ο σερβιτόρος είχε φτάσει κιόλας δίπλα της.

“Est-ce-que je peux avoir un verre du champagne, s’il vous plaît?, “Bien sûr, madame”, της απάντησε με ένα χαμόγελο. Ναι, θα έπινε ένα ποτήρι σαμπάνια, ήταν η μέρα της σήμερα, θα διάλεγε κάθε μικρή πολυτέλεια που μπορούσε να προσφέρει στον εαυτό της και θα την απολάμβανε, γιατί την άξιζε, γιατί την κέρδισε, γιατί απλά της άρεσε. Καθώς χαλάρωνε, παρατηρούσε τον κόσμο γύρω της. Οι περισσότεροι φαίνονταν να απολαμβάνουν το απόγευμά τους, οι συζητήσεις αλλού είχαν ανάψει, κυρίως κοινωνικές, αλλού πιο προσωπικές, κάτω από χαμηλωμένα βλέφαρα και πονηρά γελάκια. Δύο κυρίες μεγαλύτερης ηλικίας έπιναν το τσάι τους, πιο κει τρεις κύριοι που πρέπει να είχαν φύγει από το γραφείο μόλις, απολάμβαναν το απεριτίφ τους μιλώντας και χειρονομώντας ζωηρά και πιο κει, ένα ζευγάρι με ένα χάρτη στα χέρια, ντυμένοι απλά, μάλλον σχεδίαζαν την επίσκεψή τους σε κάποιο αξιοθέατο του Παρισιού by night.

Ήπιε μια γουλιά από το ποτήρι της. Πόσο της άρεσε αυτή η αίσθηση από τις μπουρμπουλίθρες της σαμπάνιας, δεν χρειαζόταν παρά μία γουλιά για να νιώσει την παιχνιδιάρικη διάθεση του ποτού της να απλώνεται μέσα της. Με ανανεωμένη διάθεση, άρχισε να κοιτάζει τα ψώνια της. Ένα πολύ σικ μεταξωτό πουκάμισο, με ωραία μανικέτια, θα το φορούσε με το γυναικείο σμόκιν της σε μία εκδήλωση που είχε να πάει σύντομα. Τα αγαπημένα της σαπούνια. Με τίποτα δεν μπόρεσε να συνηθίσει τα αφρόλουτρα, δεν της έδιναν ποτέ την αίσθηση της καθαριότητας. Ένα ζευγάρι περίεργες πέρλες της Chanel -μα είχε τρελαθεί, τι πήγε και έκανε;! Δεν βαριέσαι, ζούμε μόνο μια φορά, ας κάνουμε και καμία τρέλα που και που! Δύο βιβλία από το αγαπημένο της μικρό βιβλιοπωλείο. Κλασικές εκδόσεις, το ένα το είχε διαβάσει και στα αγγλικά, γιατί της άρεσε να διαβάζει βιβλία στην γλώσσα που γράφτηκαν. Ένα μικρό μπουκέτο τουλίπες, για το βάζο στο χολ. Για να ανοίγει την πόρτα της και να αντικρίζει κάτι όμορφο και χρωματιστό.

Καθώς τα χέρια της κυλούσαν πάνω στις σακούλες και σταματούσαν σε κάθε μικρή η μεγάλη αγορά, σταμάτησαν στο μπουκαλάκι με το άρωμά της. Το κοίταξε για μια στιγμή, χαμογέλασε. Το ξετύλιξε από το περιτύλιγμά του, έβγαλε το καπάκι και παρότι το γυναικείο savoir faire απαγορεύει σε μια κυρία να καλλωπίζεται δημοσίως, έσταξε μια σταγόνα στο εσωτερικό του καρπού της. Αμέσως οι μυρωδιές της παιώνιας του σανδαλόξυλου και των ανθών της πορτοκαλιάς, μπερδεύτηκαν με αυτή της σαμπάνιας. Σχεδόν χαμογέλασε. Το φορούσε πολύ καιρό αυτό το άρωμα, σχεδόν πεισματικά αρνιόταν να το αλλάξει. Ένωσε τους καρπούς της για να πάρει και το άλλο χέρι της από τη μυρωδιά.

Σήκωσε τα μάτια της και κοίταξε το μπαρ, τα σκαμπό, τις απλίκες στον τοίχο. Ήταν σαν να είχε γυρίσει ο χρόνος πίσω. Θυμήθηκε ότι κάθονταν σε εκείνο το μπαρ, άλλωστε του είχε πει ότι της αρέσει περισσότερο. Ήταν μια μέρα σαν αυτή, χωρίς ψώνια, αλλά με πολύ ποδαρόδρομο. Και είχαν μπει και τότε στο Ηôtel Raphael γιατί έκανε κρύο και έψαχναν ένα μέρος να ζεσταθούν και να ξαποστάσουν. Είχαν παραγγείλει ουίσκι, θυμήθηκε. Θυμήθηκε τον μπάρμαν που είχε ζεστάνει τα ποτήρια με τον ατμό της εσπρεσιέρας -θα αναδειχθούν καλύτερα τα αρώματά του ποτού έτσι, τους είχε πει- και εκείνη κράτησε νοερή σημείωση να το κάνει και στο σπίτι. Το μπαρ δεν ήταν τόσο γεμάτο όσο σήμερα και θυμήθηκε την έντονη συζήτηση, τις χειρονομίες, τα γέλια, τα σχέδια για το βράδυ, για το καλοκαίρι, για τη ζωή. Και μέσα σε όλα, θυμήθηκε γιατί πεισματικά δεν αποχωριζόταν ποτέ το άρωμά της.
«Τι μυρίζεις τόσο όμορφα;», την είχε ρωτήσει. «Δεν φταίω εγώ, ο maître Yves Saint Laurent, φταίει», του είχε απαντήσει κοκέτικα, «σ’αρέσει;» «Θα το αγοράσω κι εγώ» της είπε. «Εσύ; Μα είναι γυναικείο!» «Θα το αγοράσω και όταν δεν είσαι μαζί μου, θα γεμίζω το χώρο με το άρωμά σου κι έτσι θα είσαι πάντα κοντά μου…»

Χαμογέλασε. Άτιμο πράγμα η μνήμη. Ειδικά αυτή που συνδέεται με τη μυρωδιά. Και θυμήθηκε κι άλλα, όμορφα και λιγότερο όμορφα, που όμως ήταν μοναδικά, κομμάτια δικά της. Τυλίχτηκε στο παλτό της, πήρε μια βαθιά ανάσα. Έδεσε τη ζώνη της και το μαντήλι στο λαιμό της -από ό,τι φαίνεται δεν θα έβρεχε τελικά- άφησε ένα χαρτονόμισμα -και ένα γερό φιλοδώρημα στον σερβιτόρο- και σηκώθηκε να φύγει.

Κοντοστάθηκε μπροστά στο μπαρ, ο μπάρμαν δεν ήταν ο ίδιος, αλλά παρότι απασχολημένος, της χαμογέλασε, ανακατεύοντας κάποιο κοκτέιλ. Του ανταπόδωσε το χαμόγελο και βγήκε από το δωμάτιο, καθώς ακουγόταν το Générique από το Ascenseur pour l’échafaud του Miles Davis

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2014

Βήματα στο σκοτάδι




Μες το σκοτάδι, το ένα πόδι μπροστά από το άλλο βάζω.
Σκοτάδι έπεσε - δεν ήταν πριν -
και ακούω μόνο την ανάσα μου να βγαίνει 
και αυτή σαν το μυαλό μου αλαφιασμένη.

Που είναι όλοι, που πήγαν όλοι;
Κόσμος ακούγεται σιμά μου
όμως και αυτός αόρατος λες
δεν προβάλει πουθενά.

Δεν εμπιστεύομαι πια τίποτα.
Η καρδιά μου σιγεί και το μυαλό μου φωνάζει.
Μόνο τα πόδια μου εμπιστεύομαι.
Αυτά που με φέρνουν πάντα πιο κοντά στον εαυτό μου.

Μα να, κάποια γνώριμη φιγούρα προβάλει
αυτήν ψάχνω, με τα μάτια της ψυχής, αυτήν ζητάω
 και φωνάζω, "είσαι εσύ;" με όση δύναμη λαχανιασμένη
"Όχι, δεν είμαι εγώ", σαν φτυσμένες οι λέξεις, σαν ξεροκόμματο.

"Είσαι εσύ;" φωνάζω πάλι
και τα μάτια μου σαν της γάτας
στο σκοτάδι διαστέλλονται
μήπως και δω αυτό που λαχταρώ.

"Όχι, σου είπα, δεν είμαι"
και σίγουρα δεν ήταν
αφού ποτέ η ψυχή μου
την πλάτη δεν θα μου γύριζε.

Και στέκομαι εκεί
Μέσα στο έρεβος
Μην μπορώντας πια να δω
στερημένη από φως. 
                                       

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

Μνήμες




















Καθαρές σκέψεις σαν το νερό, τρέχουν στο μυαλό μου σαν την πηγή που κατεβαίνει από το βουνό και παρασύρει στο περασμά της ό,τι βρίσκεται στην πορεία... Βράχοι, στέρεοι και αμετακίνητοι... αντιλήψεις, στερεότυπα που μας κρατάνε δέσμιους, αιχμάλωτους, χωρίς χώρο ν'ανασάνεις, να ελευθερωθείς, να πετάξεις από πάνω σου τις αράχνες μιας ζωής... Μιας ζωής ρόδινης που σε μια στιγμή γίνεται εφιάλτης, που αλλάζει στο λεπτό χωρίς να σου αφήνει περιθώρια εκλογής. Να κλάψεις; Να γελάσεις; Να φωνάξεις; Πως να ελευθερωθείς για να ζήσεις, να χαθείς μέσα στο πλήθος... χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς κρίσιμες αποφάσεις και καταστάσεις πανικού... Πότε επιτέλους θα καταλάβουν πως είσαι άνθρωπος, κύριος του εαυτού σου; Πότε θα σταματήσουν όλοι να σου ζητάνε; Δήθεν για το καλό σου... Μα ποιός άραγε θα βάλει τη γραμμή, ποιός θα χωρίσει τους δύο δρόμους που ανοίγονται μπροστά σου, ποιός είναι πιο ικανός και πιο κατάλληλος από εσένα τον ίδιο να διαλέξει; Γιατί πάντα οι άλλοι να κάνουν τις επιλογές για σένα; Θα σου πουν "για το καλό σου, να μην κακοπέσεις, να μην πονέσεις, να μην πληγωθείς". Μα αν δεν κάνεις λάθη, αν δεν ζήσεις τα λάθη σου, αν δεν κάνεις μια στραβοτιμονία, πως θα ξεχωρίσεις το καλό απ'το κακό; Πως θα σχηματήσεις γνώμη δική σου κι όχι να υιοθετήσεις τη γνώμη των πολλών; Πότε επιτέλους θα σταματήσουν να γεμίζουν τον κόσμο με αφελείς ανθρώπους που θα ξέρουν μόνο το "καλό" που θεωρούν οι άλλοι;
          Προσπαθώ λοιπόν να δω μπροστά, χωρίς παρωπίδες, χωρίς παραπετάσματα... Αφήστε με να δω τον κόσμο με τα δικά μου μάτια,τα μάτια της καρδιάς μου,κι ίσως τότε ν'αλλάξουν τα πράγματα για όλους μας.

         Νύχτα, μουσική, μια καρδιά που χτυπά τόσο δυνατά και καθαρά σαν να θέλει να πετάξει, να σκίσει τη νύχτα, να βρεθεί με μιας στο πρωί, στην ημέρα, στη χαρά, στη θάλλασα, στην ανεμελιά των παιδικών και εφηβικών χρόνων, μαζί με πρόσωπα που αγάπησε και που μερικά δεν είναι πια κοντά,να τους μιλάω και να με νοιάζονται...

Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

Μαύρο Φαρί




















Ψηλά σε μια κορφή σαν δόρυ αιχμηρή
ένα μαύρο φαρί από ψηλά τον κόσμο θωρεί
από γενιά αρχοντική
Στα βάθια της Αραβίας κρυμμένη
στέκεται αγέρωχο και αφογκράζεται τον άνεμο

Το μουσούδι του λεπτό, εκλεπτισμένο
απ'τα ρουθούνια του όμως η ανάσα του καυτή
σαν άλλος Κινέζικος δράκος φρουμάζει
έτοιμο στη μάχη να ριχτεί.

Τ'αυτιά του πίσω ρίχνει
σημάδι νευρικότητας και ανυπομονησίας
τα μάτια του σφιχτά στις κόχες καρφωμένα
και από τη μαυρίλα την τόση, μόν'το λευκό τους φαίνεται
σαν ριπή φωτός.

Δες το! Γυαλίζει η χαίτη του!
Με τον άνεμο ανακατεύεται και σου θυμίζει παντιέρα πειρατική!
Σαν έβενος το τρίχωμά του γυαλίζει
και τα μούσκουλα του στήθους, της πλάτης, των ποδιών του
νευρικά ανεβοκατεβαίνουν, και ταράζουν τη σάρκα του
σαν μαύρο κύμα σε θάλασσα με αντάρα.

Τα πόδια του γερά
σαν τις κολώνες του Παρθενώνα στιβαρά
τα γόνατα λυγίζουν με τη σειρά, ξεκούραση να δώσουν και στήριγμα.
Οι οπλές του δες! Καθώς τα πόδια του λυγίζει
τα πέταλα του ακούς και είναι σαν του Ηφαίστου το αμόνι που ακούγεται.  του ﷽﷽﷽﷽﷽ατεν

Χωρίς χαλινό και σέλα στέκεται και ατενίζει το πέλαγος
Η κεφαλή του πάνω κάτω σείεται και η χαίτη μαζί της ταξιδεύει
Νευρώδες και ανυπόμονο τον κύρη του απ'τη θάλασσα να'ρθει περιμένει

Κινείται, στα δύο πόδια σηκώνεται, γυρίζει, τη γη με την οπλή του αναμοχλεύει
Κανείς δεν φαίνεται αλλά αυτό δεν φεύγει
Κανείς δεν φαίνεται αλλά αυτό δεν λυγάει
Κανείς δεν φαίνεται αλλά αυτό επιμένει

Στυλώνει τα πόδια στα βράχια και αντιστέκεται
Στη μοίρα αντιστέκεται γι'αυτόν που του λείπει
Γι'αυτόν που του πήρε και ποιος ξέρει σε ποια μάχη τον έχασε

Και αυτό εκεί, το κεφάλι να λυγά και να σηκώνει
το σώμα του και πάλι να υψώνει
ώσπου να δει τον κύρη του με τ'άρματα στην πλάτη
με δυνατή φωνή να το καλεί
"Εμπρός μες τη φωτιά λοιπόν καλό μου άτι!"
 του ﷽﷽﷽﷽﷽ατεν

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Boulvard Parisienne













Το κλείσιμο της αυλαίας τη βρήκε για άλλη μια φορά σε βαθειά υπόκλιση με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Άλλο ένα βράδυ, άλλη μια επιτυχία. Άλλο ένα χειροκρότημα, άλλο ένα φινάλε.

Σηκώθηκε αργά. Περνώντας αργά από τις κουίντες, η βαριά δαντέλα στο χρώμα του ζαφειριού που φορούσε, ηχούσε σαν τα πόδια της να περπατούσαν πάνω στα χρυσοκαφετιά φύλλα του φθινοπώρου. Έφτασε στο καμαρίνι της και έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω της στη βοή του διαδρόμου. Όχι, σήμερα δεν θα δεχόταν κανέναν, ήθελε να μείνει μόνη. Κάθισε μπροστά στον καθρέφτη της και βάλθηκε να ξεβαφτεί. Το βαρύ θεατρικό μακιγιάζ είχε για άλλη μια φορά ποτίσει το δέρμα της και καθώς το αφαιρούσε, στάθηκε να κοιτάζει το μισό πρόσωπό της βαμμένο και το άλλο μισό «γυμνό» και απαλλαγμένο από φτιασίδια. Ένα πρόσωπο που αναγνώριζε το μισό. Σαν τον θεό Ιανό με τις δυο όψεις. Βιάστηκε να ελευθερώσει το πρόσωπό της από τη μάσκα του. Τώρα το μακρύ ζαφειρένιο φουστάνι που φορούσε φάνταζε παράταιρο με το αμακιγιάριστο πρόσωπό της. Μπήκε πίσω από το παραβάν της και αργά κατέβασε το φερμουάρ αφήνοντας το φουστάνι να γλιστρήσει από τους ώμους της, στους γοφούς της και από εκεί στο πάτωμα. Φόρεσε ένα απλό γκρίζο πλεκτό φόρεμα και έδεσε τη ζώνη του γύρω από τη μέση της. Έριξε στους ώμους της το παλτό της, στριφογύρισε γύρω από το λαιμό της ένα μακρύ κασκόλ και έβαλε το καπέλο της. Κοιτάχτηκε στιγμιαία στον καθρέφτη. Το σώμα της ήταν ακόμα νεανικό, αλλά το πρόσωπό της ήταν ωχρό, ελλείψει μακιγιάζ, ενώ οι εκφραστικές απαιτήσεις των ρόλων της είχαν αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια τους, στα μάτια της, γύρω από το στόμα της, στο μέτωπό της. Ευτυχώς το καπέλο έκρυβε τα περισσότερα.

Βιάστηκε. Δεν ήθελε κανέναν να την σταματήσει στο διάδρομο, ούτε κάποιον απ’ τον θίασο, ούτε κάποιον θαυμαστή, ειδικά αυτοί με τον περίσσιο θαυμασμό τους και τις αναλύσεις της εξαιρετικής ερμηνείας της, ειδικά σήμερα, δεν θα βοηθούσαν σε τίποτα.

Βγήκε από την πίσω πόρτα. Έβρεχε. Καθόλου περίεργο, στο Παρίσι συνήθως βρέχει. Βάλθηκε να περπατάει ρυθμικά και γρήγορα, αφήνοντας πίσω της το Παρισινό Μπουλβάρ που κάθε βράδυ την αποθέωνε αλλά αρκούσε το πέσιμο της αυλαίας για να μείνει και πάλι μόνη. Σαν ένα παράθυρο που κλείνοντας άφηνε απ’ έξω όλη τη βοή του δρόμου. Οι υδρορροές έσταζαν επικίνδυνα και άνοιξε την ομπρέλα της. Στα μικρά παρισινά καφέ με τις κουρτινούλες στερεωμένες στα μισά του παραθύρου διέκρινες πρόσωπα, ζεσταμένα από το κρασί ή τη θαλπωρή της μικρής αίθουσας να γελούν, να μορφάζουν, να φαίνονται ευχαριστημένα και ζωηρά. Κοντοστάθηκε. Ένα βλέμμα από το καφέ έπεσε πάνω της. Έστρεψε το κεφάλι της για να αποφύγει να την αναγνωρίσουν. Υπήρχε περίπτωση να βγουν στη βροχή να της ζητήσουν αυτόγραφο.

Σε λίγο διέκρινε την είσοδο του μετρό. Το γνώριμο σήμα του φάνταζε σαν ξωτικό της κόλασης στη σκοτεινή και υγρή πλατεία. Κατέβηκε τα σκαλιά γρήγορα, ενώ τα τακούνια της αντηχούσαν σαν σφυροκοπήματα. Τακ, τακ, τακ. Στην αποβάθρα 2-3 άνθρωποι, νυσταγμένοι, κουρασμένοι. Κατέβασε το καπέλο της στα μάτια της και σήκωσε το γιακά της. Σήμερα δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της καμία δημοσιότητα. Καθώς το βαγόνι την έφερνε όλο και πιο κοντά στον προορισμό της, σκέφτηκε πόσο θα ήθελε να μην ήταν στο μετρό αλλά στο τρένο, να φεύγει μακριά από τα φώτα και τον κόσμο. Κατέβηκε.

Ανεβαίνοντας τα σκαλιά προς το δρόμο μία ριπή κρύου αέρα και βροχής την χτύπησε στο πρόσωπο. Ήταν τόσο κρύο που για μια στιγμή πιάστηκε η αναπνοή της. Κι άλλα σκαλιά. Η SacreCoeur σκαρφαλωμένη στην κορυφή του λόφου, φάνταζε σαν τεράστιο λευκό φάντασμα. Έστριψε αριστερά και προχώρησε. Τα σοκάκια της συνοικίας είχαν ζωή εκείνη την ώρα, αφού λίγο – πολύ εκείνη την ώρα ξεκινούσαν να ζουν οι κάτοικοί της. Rue Pierre Picard. Κοντοστάθηκε. Έβγαλε το κλειδί της, κοίταξε πίσω της φοβούμενη μήπως κάποιος την είχε ακολουθήσει. Κανείς. Πότε θα σταματούσε να κοιτάζει πίσω απ’τον ώμο της; Η βαριά πόρτα άνοιξε, μπήκε στο ασανσέρ, έκλεισε τη βοηθητική πόρτα, δεύτερος όροφος. Κοντοστάθηκε. Είχε αργήσει, το ήξερε. Άνοιξε την πόρτα. Το σπίτι ήταν σκοτεινό εκτός από ένα μικρό φως που έμπαινε από τη λάμπα του δρόμου. Άφησε τα κλειδιά της, το καπέλο και τα γάντια της στο σεκρετέρ αριστερά απ’τη πόρτα. Προχώρησε αργά, ο ήχος από τα τακούνια της χάθηκε μέσα στο χαλί. Το δωμάτιο μύριζε από τα λουλούδια που λάμβανε συχνά και λυπόταν να τα πετάξει, μόνο τα κρατούσε για να δίνουν χρώμα και μυρωδιά στο χώρο.

Κοίταξε αργά γύρω της. Τα μάτια της σταμάτησαν πάνω στο χαμηλό τραπέζι. Και εκεί τα είδε. Ένα μπουκάλι κρασί μισό άδειο. Ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα. Δύο ποτήρια, το ένα χρησιμοποιημένο. Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και ένα λευκό κομμάτι χαρτί. Κάθισε στον καναπέ και πήρε το λευκό χαρτί στα χέρια της. Το φως του δρόμου δεν έφτανε για να το διαβάσει. Άναψε το λαμπατέρ δίπλα της. Και διάβασε. «Πάλι άργησες. Δεν ήταν η πρώτη, δεν θα είναι η τελευταία. Ίσως όμως είναι η τελευταία φορά που σε περίμενα. Χρόνια σου πολλά, να τα εκατοστήσεις.»  

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

Mayerling













Η Ίρμα προχωρούσε με γρήγορα βήματα μέσα στο δάσος. Το βαρύ φόρεμά της από σκούρο καφέ βελούδο στο χρώμα του κάστανου που ταίριασε τόσο πολύ με τα μάτια της, είχε αποκτήσει στο τελείωμά του μία λευκή απόχρωση σαν δαντέλα από το χιόνι που σκέπαζε τους δρόμους του δάσους. Οι ώμοι της ήταν σκεπασμένοι με μία λευκή γούνινη κάπα που αγκάλιαζε στοργικά θα έλεγες το κορμί της και τα χέρια της ήταν καλυμμένα από δερμάτινα γάντια.

Από το στόμα της η ανάσα της έβγαινε ζεστή σαν καπνός από καμινάδα. Γρήγορη και κοφτή από την προσπάθειά της να απομακρυνθεί όσο το δυνατό πιο γρήγορα από τη σκηνή μάρτυρας της οποίας έγινε άθελά της και από την ώρα εκείνη περνούσε μπροστά από τα μάτια της ξανά και ξανά σαν κακός εφιάλτης.

Πως να ξεχάσει αυτό που είδε; Πως να έμενε στο χώρο που εκείνος αγκάλιασε μιαν άλλη γυναίκα τόσο στοργικά και τρυφερά σε μία απόμερη γωνιά όταν κανένας δεν κοιτούσε; Πως να πιστέψει ότι εκείνος που εκείνο το βράδυ θα ανακοίνωνε την απόφαση του να ενώσει τη ζωή του μαζί της, είχε τα χέρια του γύρω από μια άλλη γυναίκα;

Το δάσος ήταν αφιλόξενο και κρύο. Ο χειμώνας που βρισκόταν στο απόγειό του είχε φροντίσει να σκεπάσει τα δέντρα με χιόνι, ώστε τα κλαδιά τους να βαραίνουν σας από τα χρόνια λες και όχι από το βάρος. Η Ίρμα χανόταν όλο και περισσότερο στην καρδιά του, μία καφετιά κουκίδα σε έναν λευκό καμβά, πλαισιωμένη από γαλάζιες και ασημιές πινελιές, εκεί που το φεγγάρι έριχνε το φως του πάνω στα δέντρα. Σιγά – σιγά το βήμα της βάρυνε, όσο και η καρδιά της. Τα πόδια της βαριά απ’ την προσπάθεια άρχισαν να βυθίζονται στο λευκό σεντόνι του χιονιού και να αρνούνται να ξαναβγούν. Κατάκοπη πια αλλά και φοβισμένη σταμάτησε να τρέχει Γύρισε το βλέμμα της γύρω αλλά δεν μπορούσε να δει καλά αφού τα μάτια της δεν είχαν ακόμα συνηθίσει στο σκοτάδι. Σε λίγο διέκρινε μπροστά της ένα περίπτερο, ένα ξύλινο περίπτερο, με κολώνες και ξύλινη σκεπή που το χρησιμοποιούσαν κυρίως σε γιορτές και διασκεδάσεις. Ανέβηκε τα λίγα σκαλιά του και κάθισε σε έναν από τους κυκλικούς πάγκους. Κρύωνε και φοβόταν αλλά αυτά ήταν λίγα μπροστά στην προδοσία που ένιωθε στην καρδιά της. Τύλιξε την κάπα της πιο σφιχτά πάνω της και έμεινε εκεί. Σε λίγο τα μάτια της άνοιξαν σαν τις πηγές που αναβλύζουν όταν τα χιόνια από τα βουνά έρχονται αντιμέτωπα με το φως της άνοιξης. Δάκρυα. Δάκρυα για εκείνην που πίστεψε, δάκρυα για εκείνον που πρόδωσε. Δάκρυα που σαν πεφταστέρια δεν προλάβαινες να τα δεις.

Ούτε η ίδια ήξερε πόση ώρα βρισκόταν εκεί. Εκείνο που κατάλαβε ήταν ότι δεν ήταν μόνη. Κλαδιά που σπάγαν και θρόισμα από φύλλα την έκαναν να αναριγήσει περισσότερο και όχι από το κρύο. Ξάφνου, μέσα απ’το σκοτάδι, ένα ελάφι πρόβαλε μπροστά της. Ένα ελαφάκι, να περπατάει λικνιστικά σαν να ακροπατά για να μην ξυπνήσει κάποιον που κοιμόταν ελαφρά. Την πλησίασε. Τα μάτια του ήταν μεγάλα και σκούρα καστανά όπως τα δικά της. Νόμιζε ότι είδε την αντανάκλασή των δικών της ματιών μέσα στα δικά του. Την πλησίασε κι άλλο. Ναι την κοίταζε στα μάτια!
«Γιατί πονάς;», ήταν σαν να της έλεγε. Ο χρόνος είχε σταματήσει. Το μικρό ελάφι βάλθηκε να σκουπίζει τα δάκρυά της με τη γλώσσα του. Όταν πια δεν υπήρχε ίχνος από τους αλμυρούς χειμάρρους στα μάτια της, ακούμπησε το λαιμό του στον ώμο της.
Εκείνη το αγκάλιασε, ζεστάθηκε από το κορμί του και απόμεινε εκεί άλλοτε να το κοιτάει και άλλοτε να αφουγκράζεται την ησυχία της νύχτας.

Εκεί τους βρήκαν το επόμενο πρωί. Όταν πλησίασαν για να την ανασηκώσουν, είδαν ότι η Ίρμα ήταν ακόμα ζωντανή. Παγωμένη σχεδόν αλλά ζωντανή. Το μικρό ελάφι την είχε κρατήσει ζεστή με το σώμα και την ανάσα του. Την είχε παρηγορήσει και την είχε σώσει.

Όταν την έφεραν πίσω στο σπίτι, το μικρό ζώο δεν έφυγε απ’το πλάι της. Όπως είχε ζεστάνει το κορμί της, έτσι θα προσπαθούσε να ζεστάνει ξανά και την καρδιά της.  

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

Σε ένα ξύλινο παγκάκι













Σε ένα ξύλινο παγκάκι, 
κόσμος περνά, προσπερνά, 
σε ένα ξύλινο παγκάκι, 
εφημερίδες σκεπασμένο από κάποιον ζητιάνο που να ξαποστάσει ζητούσε, 
σε ένα ξύλινο παγκάκι, 
που σκαλισμένα τα κάππα και δέλτα από καιρό έχουν φθαρεί, 
σε ένα ξύλινο παγκάκι, 
σε κάποιο παρκάκι, 
μια νυχτιά όλη μου την τρυφερότητα απόθεσα.