Τα πόδια της την πονούσαν τόσο πολύ, που ήταν έτοιμη να
πετάξει τα παπούτσια της και να περπατήσει ξυπόλυτη. «Μα πως μου ήρθε να βάλω
ψιλές γόβες για να βγω βόλτα στα μαγαζιά;», σκέφτηκε. Αλλά αμέσως απάντησε
νοερά στον εαυτό της, με μια δόση παιχνιδιάρικης ενοχής «γιατί ήθελα να βάλω το
πλεκτό φουστάνι και το καμηλό παλτό, που είναι τόσο όμορφα και ζεστά μαζί, καλά
να πάθω…».
Κατηφορίζοντας την Avenue Klèber,
με τις τσάντες που περιείχαν τους καινούριους της θησαυρούς, κοίταξε τα σύννεφα που κρέμονταν
απειλητικά στον ουρανό του Παρισιού -σαν ένα τεράστιο μπαλόνι γεμάτο νερό που
μόλις ακουμπούσε στο αλεξικέραυνο του Πύργου του Άιφελ θα έσκαγε με κρότο. Τα πόδια της αρνούνταν να συνεχίσουν και σταμάτησαν μπροστά στο νούμερο 17. Μα
ναι, πως δεν το σκέφτηκε νωρίτερα; Θα έμπαινε να ξαποστάσει στο Ηôtel Raphael. Οι κόκκινες τέντες
του ισογείου του γωνιακού ξενοδοχείου φάνταξαν τόσο οικείες και τόσο φιλόξενες
που χωρίς να σταματήσει το βήμα της, πέρασε την είσοδο, καλησπέρισε τον χαμογελαστό
ρεσεψιονίστ και κατευθύνθηκε προς το English Bar.
Μα ναι, τώρα όλα φαίνονταν καλύτερα. Το ζεστό ξύλινο μπαρ,
οι βελούδινες κόκκινες πολυθρόνες και τα ψηλά δερμάτινα σκαμπό ήταν ακριβώς το
περιβάλλον που ήθελε να βρεθεί εκείνη τη στιγμή. Το τέλειο κλείσιμο, μιας
τέλειας μέρας. Ήταν όλα όπως τα θυμόταν, φιλόξενα, γεμάτα με μία σχεδόν σπιτική
θαλπωρή, αυτήν που αισθάνεται κάποιος όταν ανάβει όλα τα φώτα στο σαλόνι, που
μυρίζει διακριτικά από τα λουλούδια στα βάζα, πριν αρχίσει να υποδέχεται τους καλεσμένους
του. Διάλεξε ένα τραπέζι σε μία γωνία με ένα παράθυρο -έτσι, για να βλέπει το
φως που έσβηνε σιγά – σιγά στον ουρανό- άφησε τις τσάντες με τα ψώνια δίπλα της
στο πάτωμα και για μια στιγμή μπήκε στον πειρασμό να βγάλει τα παπούτσια της.
Αλλά τα πόδια της φαίνονταν από το σχεδόν δωρικό τραπεζάκι και έτσι τα άφησε
μέσα στις γόβες της, να ξαποστάσουν, έστω κι έτσι. Έβγαλε το μαντίλι από το
λαιμό της, «καλή ιδέα», σκέφτηκε, «αν βρέξει γυρνώντας στο σπίτι, θα το φορέσω
στο κεφάλι μου, θα φαίνομαι έτσι λες και βγήκα από τη δεκαετία του ‘60» και
πριν προλάβει να κοιτάξει, ο σερβιτόρος είχε φτάσει κιόλας δίπλα της.
“Est-ce-que je
peux avoir un verre du champagne, s’il vous plaît?, “Bien sûr, madame”, της απάντησε με
ένα χαμόγελο. Ναι, θα έπινε ένα ποτήρι
σαμπάνια, ήταν η μέρα της σήμερα, θα διάλεγε κάθε μικρή πολυτέλεια που μπορούσε
να προσφέρει στον εαυτό της και θα την απολάμβανε, γιατί την άξιζε, γιατί την
κέρδισε, γιατί απλά της άρεσε. Καθώς χαλάρωνε, παρατηρούσε τον κόσμο γύρω της. Οι
περισσότεροι φαίνονταν να απολαμβάνουν το απόγευμά τους, οι συζητήσεις αλλού
είχαν ανάψει, κυρίως κοινωνικές, αλλού πιο προσωπικές, κάτω από χαμηλωμένα βλέφαρα
και πονηρά γελάκια. Δύο κυρίες μεγαλύτερης ηλικίας έπιναν το τσάι τους, πιο κει
τρεις κύριοι που πρέπει να είχαν φύγει από το γραφείο μόλις, απολάμβαναν το
απεριτίφ τους μιλώντας και χειρονομώντας ζωηρά και πιο κει, ένα ζευγάρι με ένα
χάρτη στα χέρια, ντυμένοι απλά, μάλλον σχεδίαζαν την επίσκεψή τους σε κάποιο
αξιοθέατο του Παρισιού by night.
Ήπιε μια γουλιά από το ποτήρι της. Πόσο της άρεσε αυτή η αίσθηση
από τις μπουρμπουλίθρες της σαμπάνιας, δεν χρειαζόταν παρά μία γουλιά για να
νιώσει την παιχνιδιάρικη διάθεση του ποτού της να απλώνεται μέσα της. Με
ανανεωμένη διάθεση, άρχισε να κοιτάζει τα ψώνια της. Ένα πολύ σικ μεταξωτό
πουκάμισο, με ωραία μανικέτια, θα το φορούσε με το γυναικείο σμόκιν της σε μία
εκδήλωση που είχε να πάει σύντομα. Τα αγαπημένα της σαπούνια. Με τίποτα δεν
μπόρεσε να συνηθίσει τα αφρόλουτρα, δεν της έδιναν ποτέ την αίσθηση της καθαριότητας.
Ένα ζευγάρι περίεργες πέρλες της Chanel -μα είχε τρελαθεί, τι πήγε και έκανε;! Δεν βαριέσαι, ζούμε
μόνο μια φορά, ας κάνουμε και καμία τρέλα που και που! Δύο βιβλία από το
αγαπημένο της μικρό βιβλιοπωλείο. Κλασικές εκδόσεις, το ένα το είχε διαβάσει
και στα αγγλικά, γιατί της άρεσε να διαβάζει βιβλία στην γλώσσα που γράφτηκαν. Ένα
μικρό μπουκέτο τουλίπες, για το βάζο στο χολ. Για να ανοίγει την πόρτα της και
να αντικρίζει κάτι όμορφο και χρωματιστό.
Καθώς τα χέρια της κυλούσαν πάνω στις σακούλες και σταματούσαν
σε κάθε μικρή η μεγάλη αγορά, σταμάτησαν στο μπουκαλάκι με το άρωμά της. Το
κοίταξε για μια στιγμή, χαμογέλασε. Το ξετύλιξε από το περιτύλιγμά του, έβγαλε
το καπάκι και παρότι το γυναικείο savoir faire απαγορεύει σε μια κυρία να καλλωπίζεται
δημοσίως, έσταξε μια σταγόνα στο εσωτερικό του καρπού της. Αμέσως οι μυρωδιές της
παιώνιας του σανδαλόξυλου και των ανθών της πορτοκαλιάς, μπερδεύτηκαν με αυτή της
σαμπάνιας. Σχεδόν χαμογέλασε. Το φορούσε πολύ καιρό αυτό το άρωμα, σχεδόν
πεισματικά αρνιόταν να το αλλάξει. Ένωσε τους καρπούς της για να πάρει και το
άλλο χέρι της από τη μυρωδιά.
Σήκωσε τα μάτια της και κοίταξε το μπαρ, τα σκαμπό, τις απλίκες
στον τοίχο. Ήταν σαν να είχε γυρίσει ο χρόνος πίσω. Θυμήθηκε ότι κάθονταν σε
εκείνο το μπαρ, άλλωστε του είχε πει ότι της αρέσει περισσότερο. Ήταν μια μέρα
σαν αυτή, χωρίς ψώνια, αλλά με πολύ ποδαρόδρομο. Και είχαν μπει και τότε στο Ηôtel Raphael γιατί έκανε κρύο και
έψαχναν ένα μέρος να ζεσταθούν και να ξαποστάσουν. Είχαν παραγγείλει ουίσκι,
θυμήθηκε. Θυμήθηκε τον μπάρμαν που είχε ζεστάνει τα ποτήρια με τον ατμό της εσπρεσιέρας
-θα αναδειχθούν καλύτερα τα αρώματά του ποτού έτσι, τους είχε πει- και εκείνη
κράτησε νοερή σημείωση να το κάνει και στο σπίτι. Το μπαρ δεν ήταν τόσο γεμάτο
όσο σήμερα και θυμήθηκε την έντονη συζήτηση, τις χειρονομίες, τα γέλια, τα
σχέδια για το βράδυ, για το καλοκαίρι, για τη ζωή. Και μέσα σε όλα, θυμήθηκε
γιατί πεισματικά δεν αποχωριζόταν ποτέ το άρωμά της.
«Τι μυρίζεις τόσο όμορφα;», την είχε ρωτήσει. «Δεν φταίω εγώ, ο maître Yves Saint Laurent, φταίει», του είχε
απαντήσει κοκέτικα, «σ’αρέσει;» «Θα το αγοράσω κι εγώ» της είπε. «Εσύ; Μα είναι
γυναικείο!» «Θα το αγοράσω και όταν δεν είσαι μαζί μου, θα γεμίζω το χώρο με το
άρωμά σου κι έτσι θα είσαι πάντα κοντά μου…»
Χαμογέλασε. Άτιμο πράγμα η μνήμη. Ειδικά αυτή που συνδέεται
με τη μυρωδιά. Και θυμήθηκε κι άλλα, όμορφα και λιγότερο όμορφα, που όμως ήταν
μοναδικά, κομμάτια δικά της. Τυλίχτηκε στο παλτό της, πήρε μια βαθιά ανάσα. Έδεσε
τη ζώνη της και το μαντήλι στο λαιμό της -από ό,τι φαίνεται δεν θα έβρεχε
τελικά- άφησε ένα χαρτονόμισμα -και ένα γερό φιλοδώρημα στον σερβιτόρο- και
σηκώθηκε να φύγει.
Κοντοστάθηκε μπροστά στο μπαρ, ο μπάρμαν δεν ήταν ο ίδιος,
αλλά παρότι απασχολημένος, της χαμογέλασε, ανακατεύοντας κάποιο κοκτέιλ. Του
ανταπόδωσε το χαμόγελο και βγήκε από το δωμάτιο, καθώς ακουγόταν το Générique
από
το Ascenseur pour l’échafaud του Miles
Davis.