Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Boulvard Parisienne













Το κλείσιμο της αυλαίας τη βρήκε για άλλη μια φορά σε βαθειά υπόκλιση με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Άλλο ένα βράδυ, άλλη μια επιτυχία. Άλλο ένα χειροκρότημα, άλλο ένα φινάλε.

Σηκώθηκε αργά. Περνώντας αργά από τις κουίντες, η βαριά δαντέλα στο χρώμα του ζαφειριού που φορούσε, ηχούσε σαν τα πόδια της να περπατούσαν πάνω στα χρυσοκαφετιά φύλλα του φθινοπώρου. Έφτασε στο καμαρίνι της και έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω της στη βοή του διαδρόμου. Όχι, σήμερα δεν θα δεχόταν κανέναν, ήθελε να μείνει μόνη. Κάθισε μπροστά στον καθρέφτη της και βάλθηκε να ξεβαφτεί. Το βαρύ θεατρικό μακιγιάζ είχε για άλλη μια φορά ποτίσει το δέρμα της και καθώς το αφαιρούσε, στάθηκε να κοιτάζει το μισό πρόσωπό της βαμμένο και το άλλο μισό «γυμνό» και απαλλαγμένο από φτιασίδια. Ένα πρόσωπο που αναγνώριζε το μισό. Σαν τον θεό Ιανό με τις δυο όψεις. Βιάστηκε να ελευθερώσει το πρόσωπό της από τη μάσκα του. Τώρα το μακρύ ζαφειρένιο φουστάνι που φορούσε φάνταζε παράταιρο με το αμακιγιάριστο πρόσωπό της. Μπήκε πίσω από το παραβάν της και αργά κατέβασε το φερμουάρ αφήνοντας το φουστάνι να γλιστρήσει από τους ώμους της, στους γοφούς της και από εκεί στο πάτωμα. Φόρεσε ένα απλό γκρίζο πλεκτό φόρεμα και έδεσε τη ζώνη του γύρω από τη μέση της. Έριξε στους ώμους της το παλτό της, στριφογύρισε γύρω από το λαιμό της ένα μακρύ κασκόλ και έβαλε το καπέλο της. Κοιτάχτηκε στιγμιαία στον καθρέφτη. Το σώμα της ήταν ακόμα νεανικό, αλλά το πρόσωπό της ήταν ωχρό, ελλείψει μακιγιάζ, ενώ οι εκφραστικές απαιτήσεις των ρόλων της είχαν αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια τους, στα μάτια της, γύρω από το στόμα της, στο μέτωπό της. Ευτυχώς το καπέλο έκρυβε τα περισσότερα.

Βιάστηκε. Δεν ήθελε κανέναν να την σταματήσει στο διάδρομο, ούτε κάποιον απ’ τον θίασο, ούτε κάποιον θαυμαστή, ειδικά αυτοί με τον περίσσιο θαυμασμό τους και τις αναλύσεις της εξαιρετικής ερμηνείας της, ειδικά σήμερα, δεν θα βοηθούσαν σε τίποτα.

Βγήκε από την πίσω πόρτα. Έβρεχε. Καθόλου περίεργο, στο Παρίσι συνήθως βρέχει. Βάλθηκε να περπατάει ρυθμικά και γρήγορα, αφήνοντας πίσω της το Παρισινό Μπουλβάρ που κάθε βράδυ την αποθέωνε αλλά αρκούσε το πέσιμο της αυλαίας για να μείνει και πάλι μόνη. Σαν ένα παράθυρο που κλείνοντας άφηνε απ’ έξω όλη τη βοή του δρόμου. Οι υδρορροές έσταζαν επικίνδυνα και άνοιξε την ομπρέλα της. Στα μικρά παρισινά καφέ με τις κουρτινούλες στερεωμένες στα μισά του παραθύρου διέκρινες πρόσωπα, ζεσταμένα από το κρασί ή τη θαλπωρή της μικρής αίθουσας να γελούν, να μορφάζουν, να φαίνονται ευχαριστημένα και ζωηρά. Κοντοστάθηκε. Ένα βλέμμα από το καφέ έπεσε πάνω της. Έστρεψε το κεφάλι της για να αποφύγει να την αναγνωρίσουν. Υπήρχε περίπτωση να βγουν στη βροχή να της ζητήσουν αυτόγραφο.

Σε λίγο διέκρινε την είσοδο του μετρό. Το γνώριμο σήμα του φάνταζε σαν ξωτικό της κόλασης στη σκοτεινή και υγρή πλατεία. Κατέβηκε τα σκαλιά γρήγορα, ενώ τα τακούνια της αντηχούσαν σαν σφυροκοπήματα. Τακ, τακ, τακ. Στην αποβάθρα 2-3 άνθρωποι, νυσταγμένοι, κουρασμένοι. Κατέβασε το καπέλο της στα μάτια της και σήκωσε το γιακά της. Σήμερα δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της καμία δημοσιότητα. Καθώς το βαγόνι την έφερνε όλο και πιο κοντά στον προορισμό της, σκέφτηκε πόσο θα ήθελε να μην ήταν στο μετρό αλλά στο τρένο, να φεύγει μακριά από τα φώτα και τον κόσμο. Κατέβηκε.

Ανεβαίνοντας τα σκαλιά προς το δρόμο μία ριπή κρύου αέρα και βροχής την χτύπησε στο πρόσωπο. Ήταν τόσο κρύο που για μια στιγμή πιάστηκε η αναπνοή της. Κι άλλα σκαλιά. Η SacreCoeur σκαρφαλωμένη στην κορυφή του λόφου, φάνταζε σαν τεράστιο λευκό φάντασμα. Έστριψε αριστερά και προχώρησε. Τα σοκάκια της συνοικίας είχαν ζωή εκείνη την ώρα, αφού λίγο – πολύ εκείνη την ώρα ξεκινούσαν να ζουν οι κάτοικοί της. Rue Pierre Picard. Κοντοστάθηκε. Έβγαλε το κλειδί της, κοίταξε πίσω της φοβούμενη μήπως κάποιος την είχε ακολουθήσει. Κανείς. Πότε θα σταματούσε να κοιτάζει πίσω απ’τον ώμο της; Η βαριά πόρτα άνοιξε, μπήκε στο ασανσέρ, έκλεισε τη βοηθητική πόρτα, δεύτερος όροφος. Κοντοστάθηκε. Είχε αργήσει, το ήξερε. Άνοιξε την πόρτα. Το σπίτι ήταν σκοτεινό εκτός από ένα μικρό φως που έμπαινε από τη λάμπα του δρόμου. Άφησε τα κλειδιά της, το καπέλο και τα γάντια της στο σεκρετέρ αριστερά απ’τη πόρτα. Προχώρησε αργά, ο ήχος από τα τακούνια της χάθηκε μέσα στο χαλί. Το δωμάτιο μύριζε από τα λουλούδια που λάμβανε συχνά και λυπόταν να τα πετάξει, μόνο τα κρατούσε για να δίνουν χρώμα και μυρωδιά στο χώρο.

Κοίταξε αργά γύρω της. Τα μάτια της σταμάτησαν πάνω στο χαμηλό τραπέζι. Και εκεί τα είδε. Ένα μπουκάλι κρασί μισό άδειο. Ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα. Δύο ποτήρια, το ένα χρησιμοποιημένο. Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και ένα λευκό κομμάτι χαρτί. Κάθισε στον καναπέ και πήρε το λευκό χαρτί στα χέρια της. Το φως του δρόμου δεν έφτανε για να το διαβάσει. Άναψε το λαμπατέρ δίπλα της. Και διάβασε. «Πάλι άργησες. Δεν ήταν η πρώτη, δεν θα είναι η τελευταία. Ίσως όμως είναι η τελευταία φορά που σε περίμενα. Χρόνια σου πολλά, να τα εκατοστήσεις.»  

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

Mayerling













Η Ίρμα προχωρούσε με γρήγορα βήματα μέσα στο δάσος. Το βαρύ φόρεμά της από σκούρο καφέ βελούδο στο χρώμα του κάστανου που ταίριασε τόσο πολύ με τα μάτια της, είχε αποκτήσει στο τελείωμά του μία λευκή απόχρωση σαν δαντέλα από το χιόνι που σκέπαζε τους δρόμους του δάσους. Οι ώμοι της ήταν σκεπασμένοι με μία λευκή γούνινη κάπα που αγκάλιαζε στοργικά θα έλεγες το κορμί της και τα χέρια της ήταν καλυμμένα από δερμάτινα γάντια.

Από το στόμα της η ανάσα της έβγαινε ζεστή σαν καπνός από καμινάδα. Γρήγορη και κοφτή από την προσπάθειά της να απομακρυνθεί όσο το δυνατό πιο γρήγορα από τη σκηνή μάρτυρας της οποίας έγινε άθελά της και από την ώρα εκείνη περνούσε μπροστά από τα μάτια της ξανά και ξανά σαν κακός εφιάλτης.

Πως να ξεχάσει αυτό που είδε; Πως να έμενε στο χώρο που εκείνος αγκάλιασε μιαν άλλη γυναίκα τόσο στοργικά και τρυφερά σε μία απόμερη γωνιά όταν κανένας δεν κοιτούσε; Πως να πιστέψει ότι εκείνος που εκείνο το βράδυ θα ανακοίνωνε την απόφαση του να ενώσει τη ζωή του μαζί της, είχε τα χέρια του γύρω από μια άλλη γυναίκα;

Το δάσος ήταν αφιλόξενο και κρύο. Ο χειμώνας που βρισκόταν στο απόγειό του είχε φροντίσει να σκεπάσει τα δέντρα με χιόνι, ώστε τα κλαδιά τους να βαραίνουν σας από τα χρόνια λες και όχι από το βάρος. Η Ίρμα χανόταν όλο και περισσότερο στην καρδιά του, μία καφετιά κουκίδα σε έναν λευκό καμβά, πλαισιωμένη από γαλάζιες και ασημιές πινελιές, εκεί που το φεγγάρι έριχνε το φως του πάνω στα δέντρα. Σιγά – σιγά το βήμα της βάρυνε, όσο και η καρδιά της. Τα πόδια της βαριά απ’ την προσπάθεια άρχισαν να βυθίζονται στο λευκό σεντόνι του χιονιού και να αρνούνται να ξαναβγούν. Κατάκοπη πια αλλά και φοβισμένη σταμάτησε να τρέχει Γύρισε το βλέμμα της γύρω αλλά δεν μπορούσε να δει καλά αφού τα μάτια της δεν είχαν ακόμα συνηθίσει στο σκοτάδι. Σε λίγο διέκρινε μπροστά της ένα περίπτερο, ένα ξύλινο περίπτερο, με κολώνες και ξύλινη σκεπή που το χρησιμοποιούσαν κυρίως σε γιορτές και διασκεδάσεις. Ανέβηκε τα λίγα σκαλιά του και κάθισε σε έναν από τους κυκλικούς πάγκους. Κρύωνε και φοβόταν αλλά αυτά ήταν λίγα μπροστά στην προδοσία που ένιωθε στην καρδιά της. Τύλιξε την κάπα της πιο σφιχτά πάνω της και έμεινε εκεί. Σε λίγο τα μάτια της άνοιξαν σαν τις πηγές που αναβλύζουν όταν τα χιόνια από τα βουνά έρχονται αντιμέτωπα με το φως της άνοιξης. Δάκρυα. Δάκρυα για εκείνην που πίστεψε, δάκρυα για εκείνον που πρόδωσε. Δάκρυα που σαν πεφταστέρια δεν προλάβαινες να τα δεις.

Ούτε η ίδια ήξερε πόση ώρα βρισκόταν εκεί. Εκείνο που κατάλαβε ήταν ότι δεν ήταν μόνη. Κλαδιά που σπάγαν και θρόισμα από φύλλα την έκαναν να αναριγήσει περισσότερο και όχι από το κρύο. Ξάφνου, μέσα απ’το σκοτάδι, ένα ελάφι πρόβαλε μπροστά της. Ένα ελαφάκι, να περπατάει λικνιστικά σαν να ακροπατά για να μην ξυπνήσει κάποιον που κοιμόταν ελαφρά. Την πλησίασε. Τα μάτια του ήταν μεγάλα και σκούρα καστανά όπως τα δικά της. Νόμιζε ότι είδε την αντανάκλασή των δικών της ματιών μέσα στα δικά του. Την πλησίασε κι άλλο. Ναι την κοίταζε στα μάτια!
«Γιατί πονάς;», ήταν σαν να της έλεγε. Ο χρόνος είχε σταματήσει. Το μικρό ελάφι βάλθηκε να σκουπίζει τα δάκρυά της με τη γλώσσα του. Όταν πια δεν υπήρχε ίχνος από τους αλμυρούς χειμάρρους στα μάτια της, ακούμπησε το λαιμό του στον ώμο της.
Εκείνη το αγκάλιασε, ζεστάθηκε από το κορμί του και απόμεινε εκεί άλλοτε να το κοιτάει και άλλοτε να αφουγκράζεται την ησυχία της νύχτας.

Εκεί τους βρήκαν το επόμενο πρωί. Όταν πλησίασαν για να την ανασηκώσουν, είδαν ότι η Ίρμα ήταν ακόμα ζωντανή. Παγωμένη σχεδόν αλλά ζωντανή. Το μικρό ελάφι την είχε κρατήσει ζεστή με το σώμα και την ανάσα του. Την είχε παρηγορήσει και την είχε σώσει.

Όταν την έφεραν πίσω στο σπίτι, το μικρό ζώο δεν έφυγε απ’το πλάι της. Όπως είχε ζεστάνει το κορμί της, έτσι θα προσπαθούσε να ζεστάνει ξανά και την καρδιά της.