Το κλείσιμο της αυλαίας τη βρήκε για άλλη μια φορά σε βαθειά υπόκλιση με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Άλλο ένα βράδυ, άλλη μια επιτυχία. Άλλο ένα χειροκρότημα, άλλο ένα φινάλε.
Σηκώθηκε αργά. Περνώντας αργά από τις κουίντες, η βαριά δαντέλα στο χρώμα του ζαφειριού που φορούσε, ηχούσε σαν τα πόδια της να περπατούσαν πάνω στα χρυσοκαφετιά φύλλα του φθινοπώρου. Έφτασε στο καμαρίνι της και έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω της στη βοή του διαδρόμου. Όχι, σήμερα δεν θα δεχόταν κανέναν, ήθελε να μείνει μόνη. Κάθισε μπροστά στον καθρέφτη της και βάλθηκε να ξεβαφτεί. Το βαρύ θεατρικό μακιγιάζ είχε για άλλη μια φορά ποτίσει το δέρμα της και καθώς το αφαιρούσε, στάθηκε να κοιτάζει το μισό πρόσωπό της βαμμένο και το άλλο μισό «γυμνό» και απαλλαγμένο από φτιασίδια. Ένα πρόσωπο που αναγνώριζε το μισό. Σαν τον θεό Ιανό με τις δυο όψεις. Βιάστηκε να ελευθερώσει το πρόσωπό της από τη μάσκα του. Τώρα το μακρύ ζαφειρένιο φουστάνι που φορούσε φάνταζε παράταιρο με το αμακιγιάριστο πρόσωπό της. Μπήκε πίσω από το παραβάν της και αργά κατέβασε το φερμουάρ αφήνοντας το φουστάνι να γλιστρήσει από τους ώμους της, στους γοφούς της και από εκεί στο πάτωμα. Φόρεσε ένα απλό γκρίζο πλεκτό φόρεμα και έδεσε τη ζώνη του γύρω από τη μέση της. Έριξε στους ώμους της το παλτό της, στριφογύρισε γύρω από το λαιμό της ένα μακρύ κασκόλ και έβαλε το καπέλο της. Κοιτάχτηκε στιγμιαία στον καθρέφτη. Το σώμα της ήταν ακόμα νεανικό, αλλά το πρόσωπό της ήταν ωχρό, ελλείψει μακιγιάζ, ενώ οι εκφραστικές απαιτήσεις των ρόλων της είχαν αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια τους, στα μάτια της, γύρω από το στόμα της, στο μέτωπό της. Ευτυχώς το καπέλο έκρυβε τα περισσότερα.
Βιάστηκε. Δεν ήθελε κανέναν να την σταματήσει στο διάδρομο, ούτε κάποιον απ’ τον θίασο, ούτε κάποιον θαυμαστή, ειδικά αυτοί με τον περίσσιο θαυμασμό τους και τις αναλύσεις της εξαιρετικής ερμηνείας της, ειδικά σήμερα, δεν θα βοηθούσαν σε τίποτα.
Βγήκε από την πίσω πόρτα. Έβρεχε. Καθόλου περίεργο, στο Παρίσι συνήθως βρέχει. Βάλθηκε να περπατάει ρυθμικά και γρήγορα, αφήνοντας πίσω της το Παρισινό Μπουλβάρ που κάθε βράδυ την αποθέωνε αλλά αρκούσε το πέσιμο της αυλαίας για να μείνει και πάλι μόνη. Σαν ένα παράθυρο που κλείνοντας άφηνε απ’ έξω όλη τη βοή του δρόμου. Οι υδρορροές έσταζαν επικίνδυνα και άνοιξε την ομπρέλα της. Στα μικρά παρισινά καφέ με τις κουρτινούλες στερεωμένες στα μισά του παραθύρου διέκρινες πρόσωπα, ζεσταμένα από το κρασί ή τη θαλπωρή της μικρής αίθουσας να γελούν, να μορφάζουν, να φαίνονται ευχαριστημένα και ζωηρά. Κοντοστάθηκε. Ένα βλέμμα από το καφέ έπεσε πάνω της. Έστρεψε το κεφάλι της για να αποφύγει να την αναγνωρίσουν. Υπήρχε περίπτωση να βγουν στη βροχή να της ζητήσουν αυτόγραφο.
Σε λίγο διέκρινε την είσοδο του μετρό. Το γνώριμο σήμα του φάνταζε σαν ξωτικό της κόλασης στη σκοτεινή και υγρή πλατεία. Κατέβηκε τα σκαλιά γρήγορα, ενώ τα τακούνια της αντηχούσαν σαν σφυροκοπήματα. Τακ, τακ, τακ. Στην αποβάθρα 2-3 άνθρωποι, νυσταγμένοι, κουρασμένοι. Κατέβασε το καπέλο της στα μάτια της και σήκωσε το γιακά της. Σήμερα δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της καμία δημοσιότητα. Καθώς το βαγόνι την έφερνε όλο και πιο κοντά στον προορισμό της, σκέφτηκε πόσο θα ήθελε να μην ήταν στο μετρό αλλά στο τρένο, να φεύγει μακριά από τα φώτα και τον κόσμο. Κατέβηκε.
Ανεβαίνοντας τα σκαλιά προς το δρόμο μία ριπή κρύου αέρα και βροχής την χτύπησε στο πρόσωπο. Ήταν τόσο κρύο που για μια στιγμή πιάστηκε η αναπνοή της. Κι άλλα σκαλιά. Η Sacre – Coeur σκαρφαλωμένη στην κορυφή του λόφου, φάνταζε σαν τεράστιο λευκό φάντασμα. Έστριψε αριστερά και προχώρησε. Τα σοκάκια της συνοικίας είχαν ζωή εκείνη την ώρα, αφού λίγο – πολύ εκείνη την ώρα ξεκινούσαν να ζουν οι κάτοικοί της. Rue Pierre Picard. Κοντοστάθηκε. Έβγαλε το κλειδί της, κοίταξε πίσω της φοβούμενη μήπως κάποιος την είχε ακολουθήσει. Κανείς. Πότε θα σταματούσε να κοιτάζει πίσω απ’τον ώμο της; Η βαριά πόρτα άνοιξε, μπήκε στο ασανσέρ, έκλεισε τη βοηθητική πόρτα, δεύτερος όροφος. Κοντοστάθηκε. Είχε αργήσει, το ήξερε. Άνοιξε την πόρτα. Το σπίτι ήταν σκοτεινό εκτός από ένα μικρό φως που έμπαινε από τη λάμπα του δρόμου. Άφησε τα κλειδιά της, το καπέλο και τα γάντια της στο σεκρετέρ αριστερά απ’τη πόρτα. Προχώρησε αργά, ο ήχος από τα τακούνια της χάθηκε μέσα στο χαλί. Το δωμάτιο μύριζε από τα λουλούδια που λάμβανε συχνά και λυπόταν να τα πετάξει, μόνο τα κρατούσε για να δίνουν χρώμα και μυρωδιά στο χώρο.
Κοίταξε αργά γύρω της. Τα μάτια της σταμάτησαν πάνω στο χαμηλό τραπέζι. Και εκεί τα είδε. Ένα μπουκάλι κρασί μισό άδειο. Ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα. Δύο ποτήρια, το ένα χρησιμοποιημένο. Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και ένα λευκό κομμάτι χαρτί. Κάθισε στον καναπέ και πήρε το λευκό χαρτί στα χέρια της. Το φως του δρόμου δεν έφτανε για να το διαβάσει. Άναψε το λαμπατέρ δίπλα της. Και διάβασε. «Πάλι άργησες. Δεν ήταν η πρώτη, δεν θα είναι η τελευταία. Ίσως όμως είναι η τελευταία φορά που σε περίμενα. Χρόνια σου πολλά, να τα εκατοστήσεις.»