Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Ο αγώνας που δεν έτρεξα



















Εδώ και ένα χρόνο περίμενα τον αγώνα 20 χιλιομέτρων που διοργανώνει ο Σύλλογος Δρομέων Υγεία Αθηνών. Κάποιος επιπόλαιος τραυματισμός όμως από προηγούμενο αγώνα με κράτησε έξω από κάτι που ήθελα εδώ και πολύ καιρό να κάνω.

«Δεν πειράζει», σκέφτηκα, «θα πάω ούτως ή άλλως, να είμαι κοντά στους υπολοίπους που θα προσπαθούν».

Έτσι, στις 10 το πρωί της Κυριακής βρέθηκα κοντά στους φίλους δρομείς που εδώ και καιρό με στηρίζουν, μου δίνουν χέρι βοηθείας στη δυσκολία μου και με συγχαίρουν στις μικρές νίκες μου. Βρέθηκα κοντά και στους ανθρώπους του Συλλόγου στους κόλπους του οποίου ανήκω εδώ και λίγο καιρό και είναι ωραίο αυτό το συναίσθημα του «ανήκειν» είναι σαν να έχεις μία δεύτερη οικογένεια.

Ο ανοιχτός στίβος του Αγίου Κοσμά φιλοξενούσε για ακόμα μία φορά ένα πολύχρωμο σμαρί από ανθρώπους, που για δικούς του λόγους ο καθείς θέλησαν να αναμετρηθούν για άλλη μία φορά με τον εαυτό τους, με τους υπολοίπους, με τον καιρό, για να τρέξουν μία όμορφη διαδρομή. Άνθρωποι ανυπόμονοι, άνθρωποι χαρούμενοι, άνθρωποι απλοί που τους αρέσει να τρέχουν.

Η εκκίνηση δόθηκε λίγο μετά τις 10:30 και οι δρομείς άρχισαν να ξεμακραίνουν, παίρνοντας ο καθένας το χρόνο του και προσαρμόζοντας το ρυθμό του έτσι ώστε να πιάσει το στόχο του για το σημερινό αγώνα.

Και εμείς, οι «απ’έξω» - και ήμασταν αρκετοί σήμερα – πίσω από τη νοητή γραμμή που μας χώριζε από τους «μάχιμους», να ενθαρρύνουμε, να χειροκροτούμε και να χαιρόμαστε για τους «συντρέχτες» μας! Από εκεί δεν το κουνήσαμε ρούπι – παρότι το κρύο ήταν ομολογουμένως τσουχτερό – αλλά πως ήταν δυνατόν, οι φίλοι μας ήταν εκεί έξω, με τα κοντομάνικα και τα σορτσάκια τους και εμείς με τα μπουφάν και τα γάντια μας θα «λακίζαμε»;

Ο πρώτος δρομέας, έκανε την εμφάνισή του, μόλις μία ώρα και 9 λεπτά μετά την εκκίνηση του αγώνα. Άνετος, χωρίς χαμένη ανάσα, σαν να μην είχαν περάσει από τα πόδια του τα 20 χιλιόμετρα που μόλις είχε τρέξει! Και μετά άλλος, κι άλλος, κι άλλος…και μετά την πρώτη μίαμιση ώρα, κόσμος πολύς, άνδρες – γυναίκες, δρομείς από συλλόγους όπως ο ΣΔΥΠ κα ο ΣΔΥΑ με τις συνήθεις εμφανίσεις τους, οι ΣΑΦΑΝΣ με τα πορτοκαλί τους μπλουζάκια που πάντα δίνουν μία χρωματιστή νότα στους αγώνες, αλλά φυσικά και μη οργανωμένοι δρομείς, οι απλοί δρομείς, αυτοί που τρέχουν χωρίς χρονόμετρα και high tech παπούτσια, μόνο για την γλύκα του τερματισμού. Εκεί και οι τυφλοί δρομείς με τους συνοδούς τους, συγκίνηση και περηφάνια, εκεί και ένας άνδρας 75 ετών, γεννηθείς το 1935, να τερματίζει δύο ώρες και κάτι μετά την εκκίνηση…!

Ναι, σήμερα ήμουν και εγώ εκεί. Ήμουν και εγώ εκεί να χειροκροτήσω, να φωνάξω, να συντρέξω τους «συντρέχτες» μου. Να πάρω κάθε πόνο τους, κάθε αγωνία τους αλλά να νιώσω μαζί με τον καθένα από αυτούς την συγκίνηση του τερματισμού. Σήμερα ήμουν και εγώ εκεί, γι’ αυτούς, αλλά και για όσους  δεν είχαν κάποιον δικό τους εκεί να τους περιμένει, να φωνάξει το όνομά τους όταν εκείνοι φάνηκαν, όσοι δεν είχαν κάποιον να τους χτυπήσει φιλικά στην πλάτη και να τους πει, «συγχαρητήρια»! Ήμουν εγώ όμως εκεί γι’ αυτούς, όπως και εκείνοι ήταν εκεί για μένα σε όσους αγώνες έχω τερματίσει μόνη!

Να είστε όλοι καλά! 

Δημοσιεύτηκε στο site του Συλλόγου Δρομέων Υγείας Αθηνών στις 16/03/10



Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

Serenissima













Καθώς η νύχτα απλωνόταν πάνω από τη «Γαληνοτάτη» και στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου το ρολόι χτυπούσε ρυθμικά μεσάνυχτα, μία μαύρη σκιά φορώντας ντόμινο και μία χρυσή βενετσιάνικη μάσκα, διέσχισε τη σχεδόν έρημη πλατεία με γρήγορο βήμα. Οι ανάσες κοφτές σαν να είχε τρέξει, οι κινήσεις γρήγορες σαν σε βιασύνη, έκαναν το μαύρο ύφασμα να αναδεύεται και να μοιάζει με τα κύματα των καναλιών, που την ώρα εκείνη νωχελικά τραβούσαν το δρόμο τους. Τα μάτια του ανθρώπου πίσω από τη μάσκα έπαιζαν νευρικά και παρόλο το προσωπείο, η κίνηση και το έντονο βλέμμα του κατόχου τους ήταν φανερό…Μάτια γεμάτα σπίθα, σαν αναμμένα καντηλάκια, πρόδιδαν άνθρωπο νευρικό ή φοβισμένο μα και δυνατό και αποφασισμένο…

Μία γόνδολα καρτερικά περίμενε στην όχθη του Canal Grande, μαύρη σαν νυχτερίδα με αστραφτερά κόκκινα βελούδινα καθίσματα και με έναν μονάχα επιβάτη. Η σκιά την είδε και κατευθύνθηκε προς αυτήν. Ο γονδολιέρης άπλωσε το χέρι του και εκείνη επιβιβάστηκε και κάθισε αντίκρυ από τον άντρα που για ώρα περίμενε, με τους γιακάδες του πανωφοριού του σηκωμένους για να αντιμετωπίσει το κρύο και την υγρασία των καναλιών.

Το ταξίδι τους ξεκίνησε και λέξη δεν αντάλλαξαν γρήγορα. Η σκιά ανυπόμονη και νευρική δεν θέλησε να μιλήσει παρά μονάχα για να δηλώσει τον ήδη γνωστό προορισμό:
“Casin dei Nobili”.

Siamo arrivati, ecco, Casin dei Nobili”, ανακοίνωσε ο γονδολιέρης, και ο άντρας με το βαρύ πανωφόρι πάτησε πρώτος στη στεριά για να βοηθήσει τη σκιά να κατέβει και καθώς το μαύρο μετάξι ανασηκώθηκε, άξαφνα η κουκούλα γλίστρησε και το φως του φεγγαριού έλουσε μία τούφα από ξανθά μαλλιά…η σκιά ήταν γυναίκα…

Μια πόρτα βαριά με μάνταλο τη χώριζε από αυτό που είχε έρθει να βρει. Ανασήκωσε το χέρι της να χτυπήσει…δίστασε…δεν ήταν σίγουρη αν αυτό που θα μάθαινε, αν αυτό που χρόνια τώρα καρτερικά περίμενε ήταν γραφτό να συμβεί εκείνη τη νύχτα. Ο ήχος από τις αρθρώσεις των δαχτύλων της στο βαρύ ξύλο έκανε αντίλαλο στην σκοτεινή στοά και η σκιά αναρίγησε από φόβο καθώς η πόρτα δεν άνοιγε. Ένα συρταρωτό παραθυράκι άνοιξε και αφού δυο λόγια ψιθυρίστηκαν η πόρτα έγειρε αργά και έκλεισε πάλι πίσω της σαν να σφράγιζαν οι πόρτες…του παραδείσου ή της κολάσεως.

Η σκιά προχώρησε και άξαφνα κόσμος, φωνές, ντόμινα, άνθρωποι με λαμπρές στολές και περίτεχνες μάσκες, γυναίκες με τουαλέτες και πουδραρισμένες περούκες, μουσικές και τυχερά παιχνίδια…η γυναίκα βρέθηκε σε αμηχανία…δεν ήξερε που να πάει…ξαφνικά έμοιαζε να ξεχνάει γιατί βρισκόταν εκεί…ένα χέρι αποφασιστικό πετάχτηκε και την τράβηξε ξαφνικά σε ένα διάδρομο με ησυχία…ο άνθρωπος που μαζί του ταξίδεψε μέσα στη γόνδολα…την τράβηξε μαλακά και περπάτησαν στον άδειο διάδρομο ώσπου έφτασαν μπροστά σε μία μεγάλη αίθουσα με βαριά έπιπλα, βελούδινα σαν τα καθίσματα της γόνδολας. Ο άνδρας στάθηκε αντίκρυ της. Την κοίταξε και τα μάτια του γέμισαν συμπόνια και τρυφερότητα. Ναι, αυτή ήταν που προστάτευε τόσον καιρό. Αυτή ήταν που ακόμα και σήμερα την έφερε με ασφάλεια να συναντήσει το πεπρωμένο της. Αυτή που τον κοιτούσε πίσω από την μάσκα της, εκλιπαρώντας για μια και μόνο λέξη…

Η σκιά ανασήκωσε τη μάσκα της και φάνηκαν τα δύο μάτια που σαν καντηλάκια ώρα πολύ άναβαν…Το βλέμμα υγρό, η ερώτηση ακόμα εκεί…καθώς εκείνος υποχώρησε, η πόρτα που βρισκόταν κλειστή πίσω του άνοιξε αργά…και πίσω της φάνηκε άλλη μία μαυροφορεμένη φιγούρα, χωρίς κουκούλα και μάσκα…και έμεινε εκεί να την κοιτάζει…

Τα μάτια της που τόση ώρα άναβαν, τώρα έλαμπαν πραγματικά, πιο πολύ και από τα χρυσά της μαλλιά…και η απάντηση στην ερώτηση κραύγαζε… «ήρθε!»